Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

ΓΚΟΛΦΩ FOREVER-Ντίνου Σπυρόπουλου


ΓΚΟΛΦΩ FOREVER

Ντίνου Σπυρόπουλου



Ειδυλλιακή Παρωδία του βουνού και της στάνης

Αθήνα 2008

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΓΚΟΛΦΩ/ Δεκαοχτάχρονη τσοπανοπούλα, χωρίς τα καλοκαίρια της

ΤΑΣΟΣ/ Τσοπάνης όμορφος. Με την Βουκολική έννοια

ΒΛΑΣΗΣ/ Τσοπάνης παντός καιρού και καταστάσεων

ΚΙΤΣΟΣ/ Τσελικόπουλο

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ/ Τσελικοπούλα

ΖΗΣΗΣ/ Τσέλικας. Θείος της Σταυρούλας και του Κίτσου

ΑΣΤΕΡΩ/ Γριά τσοπάνα μάννα της Γκόλφως

ΛΟΡΔΟΣ ΓΚΕΙ/ Άγγλος επιχειρηματίας.

ΜΑΥΡΟΣ ΠΕΙΡΑΤΗΣ/ Πωλητής παράνομων CD

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ/ Ο Έρωτας της Κρυστάλλως

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ/ Από άλλο έργο ερχόμενος

ΑΜΛΕΤ/ Από άλλο θίασο

ΧΑΡΟΣ/ Η γνωστή φιγούρα που κανείς δεν θέλει να ξέρει

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ/ Ο γνωστός Μακεδών

ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ/ Ο αριθμός αυξομειώνεται ανάλογα με τις δυνατότητες του θιάσου

Η Υπόθεση διαδραματίζεται κοντά στο όρος Χελμός.

ΣΚΗΝΙΚΟ

Στην άκρη του χωριού. Δεσπόζει ένας μεγάλος πλάτανος που στον κορμό του έχουν χαραγμένη μια καρδιά και γράφει ...;

«ΓΚΟΛΦΩ FOREVER». Δεξιά μια βρύση και στο βάθος φόντο η πλαγιά με τα γραφικά σπιτάκια του χωριού.

Η Ατμόσφαιρα του σκηνικού παραπέμπει στις ζωγραφιές του Θεόφιλου.

Το σκηνικό αποτελείτε από μικρά ταμπλό με ρόδες. Σε κάθε σκηνή η πίσω πλευρά κάθε ταμπλό παριστάνει τον ανάλογο χώρο.

ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ

1Ο

Ακούγονται πουλάκια να κελαηδούν, πρόβατα να βελάζουν και κουδούνια να χτυπάνε.

ΦΩΝΗ ΤΑΣΟΥ

Γκόλφω

ΦΩΝΗ ΓΚΟΛΦΩΣ

Τάσο

2Ο

ΦΩΝΗ ΤΑΣΟΥ

Γκόλφω ...; Γκόλφω (Με ηχώ)

ΦΩΝΗ ΓΚΟΛΦΩΣ

Τάσο ...; Τάσο( Με ηχώ)

3ο

ΦΩΝΗ ΓΚΟΛΦΩΣ

Τάσο ...;.. Τάσο ...;.. Τάσο. (Με ηχώ)

ΦΩΝΗ ΤΑΣΟΥ

Γκόλφω ...;.. Γκόλφω ...;.Γκόλφω.(Με ηχώ).

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΣΚΗΝΗ 1Η

Μουσική. Φλογέρα.

Ακούγονται βελάσματα προβάτων και ποδοβολητό. Τα πρόβατα πλησιάζουν .

Μπαίνει ο Βλάσης. Κρατάει γλίτσα και στον ώμο έχει ένα αρνάκι. Προσπαθεί να κουμαντάρει τα πρόβατα.

Απευθύνεται στους θεατές σαν να είναι τα πρόβατα του.

ΒΛΑΣΗΣ

Πρ ...; ται ται ται ...;. Αι τσα, τσα τσα ...;.. Αι πρρρ ...; κάι κάι ...;

Πού πάτε ορέ κριάρια μου, που πάτε προβατίνες;

Θέατρο έχει στο χωριό, ήρθαν οι θεατρίνες.

Θα παίξουν δράμα φοβερό, εδώ κοντά στη στάνην.

Το έργο είναι ανώτερο κι από του Πίτερ Στάιν.

Το δάσος τούτο του Χελμού ούλο μοσχοβολάει

Να ανάψει φλόγα εμπρηστής εδώ δεν το τολμάει

Τρώμε εμείς βουτύρατα και γάλα απ' την καρδάρα

πρωτευουσιάνοι σαν μας δουν την κάνουνε γαργάρα

Βλάση με λένε κ' είμαι εγώ μες στο Χελμό καμάρι

Οι κοπελιές σκοτώνονται πια θα με πρωτοπάρει

Οι ηθοποιές όταν με δουν θε να μου κάνουν πρόταση

Κορίτσια όλες θα πάρετε, δεν είμαι και για χόρταση

Μα βλέπω τώρα έρχονται εδώ οι θεατρίνοι.

Εμπρός τραγιά μες στο μαντρί, το έργο τώρα αρχίνει.

Πρρρρ ...;.ται ...;τσακα ...; ...;.αι πραιιιιιιι

Φεύγει ο Βλάση.

ΣΚΗΝΗ 2Η

Μουσική.

Μπαίνει ο Θίασος με ρούχα ομοιόμορφα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(Η μουσική έχει στοιχεία από

την παράδοση μαζί με μοντέρνα ακούσματα).

ΟΛΟΙ

Στου Χελμού το όμορφο βουνό

Τα πουλάκια κελαηδούν πουρνό- πουρνό

Μες τα έλατα και δίπλα στις πηγές

Την αγάπη αναζητάνε οι καρδιές

Ένας νέος αγάπησε πολύ

Άλλο τόσο τον αγάπησε κι αυτή

Κοιταχτήκαν, φιληθήκανε στην στρούγκα

Δεν το έμαθε κανείς την κάναν μούγκα

Όπως πάντα κι όπως είναι λογικόν

Στη μέση μπήκε το οικονομικόν

Δίχως φράγκο δεν στεριώνει το στεφάνι

Και ο έρωτας τη νοστιμιά του χάνει.

Ένας τρίτος με κομπόδεμα εμφανίσθει

Και το ζεύγος απ' τον πλούτο εζαλίσθει

Γιατί όπως λέει η παλιά η παροιμία

Είναι δύσκολη η αγάπη δίχως μία.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Γκόλφω forever

Αγάπη never

Αν δεν υπάρχει και μετρητό

Γκόλφω forever

Σου λέει never

Και πώς να ράψεις το νυφικό

Γκόλφω forever

Δεν θέλει never

Άφραγκο αγαπητικό.(Δις).

Φεύγει ο θίασος με χορευτικό.

ΣΚΗΝΗ 3Η

Μπαίνει ο Βλάσης. Απευθύνεται στον κόσμο.

ΒΛΑΣΗΣ

Κλείστε μωρέ τα κινητά, Μην τρώτε πατατάκια

Να πάρουνε στην αγκαλιά Οι μάνες τα παιδάκια

Δείξτε ένα επίπεδο, ότι έχουμε κουλτούρα

Χειροκροτήστε όλοι μαζί. μη πιάσω την μαγκούρα.

(Κοιτάζει στο βάθος).

Τι βλέπουνε τα μάτια μου; Ο παίδαρος ο Τάσος

Σεκλετισμένος φαίνεται, ήταν ξυδιάς ο κράσος;

Μουσική με έντονο δραματικό κρεσέντο.

Μπαίνει ο Τάσος. Φοράει φουστανέλα, αθλητικά παπούτσια, γυαλιά ηλίου και προσπαθεί να μιλήσει στο κινητό.

ΦΩΝΗ ΟΦΦ

(Από τηλέφωνο). Η κλήση σας δεν είναι εφικτή ...; Παρακαλώ αφήστε το μήνυμα σας μετά τον ήχο.

ΤΑΣΟΣ

(Μονολογεί). Δεν είναι λέει εφικτή η κλήση προωθείτε,

τρέξτε πουλιά, την πέρδικα να πάτε να μου βρείτε.

ΒΛΑΣΗΣ

Καλώς τον Τάσο τον νταή, τον άντρα τον ντερβίση

Δίψασες Τάσο φίλε μου κι ήρθες εδώ στη βρύση;

ΤΑΣΟΣ

Το φυλλοκάρδι της καρδιάς και η κεντρική αρτηρία

Χτυπάει Βλάση δυνατά, χτυπάει για μια κυρία

Είναι βλαστάρι τρυφερό, είναι λουλούδι σκέτο

Για χάρη της εκάπνισα ενάμιση πακέτο.

ΒΛΑΣΗΣ

Η φούμα είναι βλαβερή, καίει τα σωθικά σου

Τάσο μου ερωτεύτηκες, είσαι στα συγκαλά σου;

Σβύσε αμέσως το στριφτό καρφώνεσαι σου λέω

(Του το παίρνει και ρουφάει μια)

Πρώτη είναι ποιότητα, από πού είναι το λαθραίο;

ΤΑΣΟΣ

Φύγε ρε Βλάση από δω, άσε με μοναχό μου

Σαράκι έχω μέσα μου φτού μου το κέρατο μου.

Εγώ που είχα γκόμενες να πέφτουνε μπροστά μου

Για μια εζουρλάθηκα χάνω τα λογικά μου.

ΒΛΑΣΗΣ

Αυτός την πάτησε χοντρά, δεν είναι σαν κι εμένα

Εγώ δεν καψουρεύομε και τα σκυλιά δεμένα

Πάω να κάνω εμφάνιση στη ρούγα να με δούνε

Και τα κορίτσια του χωριού στην αγκαλιαμ' να' ρθούνε.

Αυτός δεν έχει γιατρειά τον χτύπησε το βέλος

Είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον τέλος

Φεύγει ο Βλάσης.

ΣΚΗΝΗ 4Η

Ο Τάσος καπνίζει μελαγχολικός.

ΤΑΣΟΣ

(Κοιτάζει ψηλά).

Ήλιε εσύ που μας φωτάς και βλέπεις την υδρόγειο

Πεσ' μου για μένα η αγάπη μου έβαλε δρομολόγιο;

Έρχεται τώρα να με βρει, η με' χει ξεχασμένο

Ελπίδα έχω ήλιε μου η τζάμπα περιμένω;

Δείξ' της το δρόμο να' ρθει εδώ να σμίξουν τα πιτσούνια

Πέσ' της να έρθει γρήγορα να βγάλει τα τακούνια

(Κοιτάζει δεξιά- αριστερά και φωνάζει)

Γκόλφω! Γκόλφω!

Τρελαίνομαι και μοιάζω εγώ σε υαλοπωλείο ταύρος

Νοιώθω πως είμαι Αιθίοπας μέσα κι έξω μαύρος

Μπαίνει ένας μαύρος κρατώντας DVD.

ΜΑΥΡΟΣ

Γιο μεν. Έχω πολύ ωραίο ταινίες.

ΤΑΣΟΣ

Σε άλλο έργο βρέθηκα; Από πότε και γιατί.

Είσαι ο Αράπης ο γνωστός από το Τσιμπουτί;

Γκόλφω ...;Γκόλφω..

ΜΑΥΡΟΣ

Γιο μάν. Μην απελπίζεσαι και μην το βάζεις κάτω

Κι εγώ μαύρος δεν ήμουνα, ήμουν τεκνό στο Κιάτο

Όμως πολύ αγάπησα μια όμορφη αγρότισσα

Μαρία την έλεγανε. Μαρία Πενταγιώτισα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΜΑΥΡΟΣ

«Μαρία Πενταγιώτισσα».

Φεύγει ο Μαύρος.

ΤΑΣΟΣ

Αλλάζουν την υπόθεση κάποιοι με σαμποτάρουν

Εγώ είμαι πρωταγωνιστής το ρόλο δεν θα πάρουν

ΦΩΝΗ ΓΚΟΛΦΩΣ

Τάσο ...;. Τάσο ...;..

ΤΑΣΟΣ

Ακούω τώρα εγώ καλά, η βλέπω οπτασίες;

Ο δόλιος εζαλίστηκα απ' τις πολλές ουσίες;

Μπαίνει η Γκόλφω. Κρατάει έναν κόπανο και ένα άσπρο ρούχο το οποίο χρησιμοποιεί σαν φερετζέ μπροστά της.

ΜΟΥΣΙΚΗ

Το τραγούδι «summer wine»

ΓΚΟΛΦΩ

Επήρ' η μέρα κ' η αυγή, βασίλεψε η πούλια

Κι ακόμα δεν παντρεύτηκαν Ρέμος και Μακριπούλια

Μα εγώ νυφούλα θα γεννώ, θα βάλω το στεφάνι

Κι άμα δεν θέλει η μάννα μου εμμένανε με χάνει.

ΤΑΣΟΣ

Έλα κοντά μου λυγερή, που ώρες περιμένω

Δώσ' μου να πιω τα χείλη σου που είμαι διψασμένο.

ΓΚΟΛΦΩ

Όχι, φοβάμαι αν μας δουν χαθήκαμε τα άμοιρα

Μήπως μας παρακολουθούν με βίντεο και κάμερα;

(Τρομάζει από έναν θόρυβο).

Αχ! Τι ήταν αυτό; Είναι κάποιος κατάσκοπος;

ΤΑΣΟΣ

Ηρέμισε αστέρι μου ο φόβος σου είναι άσκοπος.

Μια αλεπούδα πέρασε, κανείς δεν μας κοιτάει

Κατέβασε το φερετζέ, το χρώμα δεν σου πάει.

ΓΚΟΛΦΩ

Τα ήπατα μου κόπηκαν και έπαθα τρακάζ

Μου φαίνεται πως χάλασε λίγο το μακιγιάζ

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω μου έλα εδώ κοντά, έλα στην αγκαλιά μου

Πεσ' μου δεν επιθύμησες όμορφη τα φιλιά μου;

ΓΚΟΛΦΩ

Τάσο! Έκλεισα τα δεκαοχτώ, χωρίς τα καλοκαίρια

Ποτέ δεν μ' ακουμπήσανε ανδρός εμένα χέρια.

ΤΑΣΟΣ

Έχεις κορμί σαν λυγαριά, άγαλμα σμιλεμένο

Μαζί για να ξαπλώσουμε πόσο θα περιμένω;

ΓΚΟΛΦΩ

Κοίτα να δεις αγάπη μου και βάλ' το στο μυαλό σου

Αν δεν μου βάλεις στέφανα δεν πέφτω στο πλευρό σου

ΤΑΣΟΣ

Πέσ' μου το' πες στην μάννα σου, άλλαξες τα μυαλά της;

Για άντρα σου με δέχεται, ήρθε στα συγκαλά της;

ΓΚΟΛΦΩ

Με χίλια κόλπα ξέφυγα να ρθώ εδώ στη βρύση

Αν μάθει για το τετ- α- τετ, σίγουρα θα με βρίσει

Λέει πως είσαι απένταρος, χωρίς στην τσέπη μία

Και μεταξύ μας λέει εμείς δεν έχουμε χημεία.

ΤΑΣΟΣ

Μου το' πανε οι μάγισσες, το διάβασα στα ζώδια

Στη σχέση μας θα βάλουνε Γκόλφω πολλά εμπόδια.

Μα πές μου εσύ με αγαπάς; Είσαι αποφασισμένη;

Η μήπως σε επηρέασαν και είσαι μπερδεμένη;

ΓΚΟΛΦΩ

Εγώ πάντα εσένανε έχω σεβντά και σκέψη

Τα βράδια ονειρεύομαι του γάμου μας τη στέψη

Θα πάρω δηλητήριο, θα κρεμαστώ ταυτόχρονα

Αν δεν μου δώσουνε εσέ και πάρω άλλο αυτόχθονα

ΤΑΣΟΣ

Ακούτε πέρδικες εσείς, ακούτε ορέ κοτσύφια

Η Γκόλφω μου με αγαπά, ακούτε αμνοερίφια;

(Ακούγονται βελάσματα)

Τι νοιώθω τώρα θα σου πω, Γκόλφω μου να σε πείσω

Μα δεν μου βγαίνει σε πεζό και θα στο τραγουδήσω

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(Μια Βοσκοπούλα αγάπησα)

ΤΑΣΟΣ

Μια βοσκοπούλα αγάπησα

Μια ζηλεμένη κόρη

και την αγάπησα πολύ

ήμουν αλάλητο πουλί

τώρα τραβάω ζόρι

ΓΚΟΛΦΩ

(Ραπ)

Κι εγώ τονε αγάπησα και άλλον δεν κοιτάω

Σαν βάρκα ακυβέρνητη όπου μου πει θα πάω

Αγαπάω, αγαπάω, αγαπάω

ΤΑΣΟΣ

Μια βοσκοπούλα αγάπησα

Μια ζηλεμένη κόρη

και την αγάπησα πολύ

ήμουν αλάλητο πουλί

τώρα τραβάω ζόρι

Τελειώνοντας το τραγούδι τους βρίσκουμε έτοιμους να αγκαλιαστούν.

Ακούγεται ο Βλάσης.

ΦΩΝΗ ΒΛΑΣΗ

Από δω κυρ Λόρδε μου. Από δω.

ΓΚΟΛΦΩ

Ο Βλάσης Τάσο έρχεται, φεύγω να μην με δει

Αν μ' αντικρίσει δίπλα σου εξώλης θα με πει

Φεύγει η Γκόλφω

ΤΑΣΟΣ

Τι και που είμαι άφραγκος, τι που δεν έχω γίδια

Τα μάτια της πολύτιμα σμαράγδια και ζαφείρια

Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος να είναι ευτυχισμένος

Αγάπη, λίγο τραχανά κι ας είν και ξινισμένος

ΣΚΗΝΗ 5Η

Μπαίνει Βλάσης.

ΒΛΑΣΗΣ

Ήρθε επισκέπτης στο χωριό, ξένος απ' τας Αγγλίας

Γνωρίζει την Βασίλισσα, επιχειρηματίας.

Τάσο μιλάς το αγγλικό να συνεννοηθούμε;

Μην μας περάσει αγράμματους κι όλοι ξεφτιλιστούμε.

ΤΑΣΟΣ

Ξεχνάς ρε Βλάση γούπατο πως τα' χα με Αγγλίδα;

Κι ακόμα αλληλογραφώ με μια Αμερικανίδα;

Φέρ' τον τον ξένο γρήγορα να τον φιλοξενήσω

Κι εδώ στα όροι του Χελμού να τόνε ξεναγήσω

ΣΚΗΝΗ 6Η

Μπαίνει ο θιασος.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΟΛΟΙ

Ήρθε αεροπορικώς

Δια μέσου Παρισίων

Είναι πολύ ευγενικός

Και είναι εδώ πλησίον

Μέγας είναι επενδυτής

με οφ σορ εταιρίες

Άγγλος περιηγητής

Που ψάχνει εμπειρίες

ΡΕΦΡΑΙΝ

Νάτος προβάλει ο Λόρδος Γκέι

Τα Ελληνικά σπαστά τα λέει

Δείξτε πως είστε Ευρωπαίοι

Καλώς μας ήρθες Λόρδε Γκέι

Μπαίνει ο Λόρδος Γκέι. Ντυμένος με στολή περιηγητή.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΛΟΡΔΟΣ

Τοπίο είναι φανταστικό

Με καθαρό αέρα

Στο Λόντον όλο συννεφιά

Ομίχλη πέρα ως πέρα

ΡΕΦΡΕΝ

Αι λαβ Γκρίς, αι λαβ γκρίς

Ωραία κορμιά δεμένα

Αι λαβ γκρίς, αι λαβ γκρις

Λουκ ατ μι και μένα

ΟΛΟΙ

Μέγας είναι επενδυτής

με οφ σορ εταιρίες

Άγγλος περιηγητής

Που ψάχνει εμπειρίες

ΛΟΡΔΟΣ

Αι λαβ Γρκίς, αι λαβ γκρίς

Ωραία κορμιά δεμένα

Αι λαβ γκρίς, αι λαβ γκρις

Λουκ ατ μι και μένα

ΣΚΗΝΗ 7Η

ΛΟΡΔΟΣ

Ωου ...; Τοπίο είναι μπιούντιφουλ λέω να επενδύσω

Κι ευθείς της Στυξ την πηγή θέλω να το γνωρίσω.

ΒΛΑΣΗΣ

Τάσο τι λέει ο αλλοδαπός, κατάλαβες τι θέλει;

ΤΑΣΟΣ

Άσε με να συνεννοηθώ, εσένα μη σε μέλει

ΛΟΡΔΟΣ

(Στον Τάσο).

Ωου δις ις μπιούντιφουν μεν

ΤΑΣΟΣ

Αρ γιου τοκινκ του μί;

ΛΟΡΔΟΣ

Ουατ;

ΤΑΣΟΣ

Αρ γιου τοκινκ του μί;

ΛΟΡΔΟΣ

Ουατ;

ΤΑΣΟΣ

Εγκώ, Τάσος.

ΒΛΑΣΗΣ

Εγκώ ...; Βλάσης.

ΛΟΡΔΟΣ

Ωου χάρηκες πολύ ...; μαη νεημ Γκέι ...; Λόρδος Γκέι ...;

ΒΛΑΣΗΣ

Μαει νέημ Σβαρνιάς ...;. Βλάσης Σβαρνιάς.

ΛΟΡΔΟΣ

Εγκώ τέλει φτιάξει εργκοστάσιο εμφιάλωσης ουότερ.

ΒΛΑΣΗΣ

Τι είναι αυτό το ουότερ Τάσο.

ΤΑΣΟΣ

Ουότερ ρε χαμένο. Ουότερ.

ΛΟΡΔΟΣ

Γιες γουότερ

ΒΛΑΣΗΣ

Τώρα συνεννοηθήκαμε.

ΤΑΣΟΣ

Δις ις Χελμός.. Οκ;

ΛΟΡΔΟΣ

Γες.

ΤΑΣΟΣ

Δις ις Βουνό οκ;

ΛΟΡΔΟΣ

Γιες

ΒΛΑΣΗΣ

Αυάτ ις δις;

ΤΑΣΟΣ

Ρε άντε φύγε από δω να κάνω τη δουλειά μου

Να μην τα πάρω ποιο πολύ και φας την κουτουλιά μου

ΒΛΑΣΗΣ

Γκουτ μπάει και τα ξαναλέμε ...;. Ωου ...;. Ωουυ ...;Αυάτ ις δις;

Φεύγει ο Βλάσης.

ΤΑΣΟΣ

Έλα ρε βλάμη να μου πεις τι έχεις στο μυαλό σου

Τι μπίζνα εσύ μου τσαμπουνάς, ποιο ειν' το σχέδιο σου;

ΛΟΡΔΟΣ

Ωου!

ΤΑΣΟΣ

Που πονάς;

ΛΟΡΔΟΣ

Εγκώ πηγή που λένε Στυξ θέλω εκεί να πάω

Θα φτιάξω εργκοστάσιο, χρήμα πολύ κρατάω

ΤΑΣΟΣ

Τι στυξ εσύ μου τσαμπουνάς και λες άλλα αντ' άλλων

Δεν θέλω εργοστάσιο, χαλάει το περιβάλλον

ΛΟΡΔΟΣ

Έχει το Στυξ μεταλλικό νερό αεριούχο

Πάμε εκεί γκια να σου πει το σχέδιο εγκώ που'χω.

Βγάζει ένα χάρτη και του δείχνει.

ΛΟΡΔΟΣ

Δις ιζ ...; Γιούροπ ...; Οκ;

ΤΑΣΟΣ

Οκ

ΛΟΡΔΟΣ

Δις ιζ γκρις. Οκ;

ΤΑΣΟΣ

Οκ

ΛΟΡΔΟΣ

Δις ιζ ...;.. Χελμός ...; Οκ;

ΤΑΣΟΣ

Οκ..

ΛΟΡΔΟΣ

Δις ιζ; ...; Δις ιζ; ...;.. Δις ιζ;

ΤΑΣΟΣ

Δις ιζ μυγόχεσμα

ΛΟΡΔΟΣ

Δις ιζ Στιξ.

ΤΑΣΟΣ

Στιξ;

ΛΟΡΔΟΣ

Γιες Στιξ

ΤΑΣΟΣ

Μην λες για το Μαυρόνερο και με μπερδεύεις ξένε;

Τι Στυξ εσύ μου λες ορέ, Μαυρόνερο το λένε

ΛΟΡΔΟΣ

Ω! γιες. Μπιούντιφουλ ουότερ.

ΤΑΣΟΣ

Αυτό δεν είναι νερό είναι βιλούδο

ΛΟΡΔΟΣ

Πάμε λοιπόν γκόου

ΤΑΣΟΣ

Πάμε. Εγώ μπροστά, εσύ πίσω ...;.

ΛΟΡΔΟΣ

Νοου. Εγώ μπροστά εσύ πήσος

ΤΑΣΟΣ

Ρε πάγαινε εσύ μπροστά ...; κι έρχομαι εγώ από πίσω

Κι άμα το βρεις μονάχος σου εμένα να με φτύσω.

Προχωρεί ο Τάσος ακολουθεί ο Λόρδος και τον κοιτάζει με θαυμασμό.

ΛΟΡΔΟΣ

Ωου. Δε μπιούντιφουλ μεν ...;

ΤΑΣΟΣ

Σεμνάααα!

Φεύγουν ο Τάσος και ο Λόρδος

ΣΚΗΝΗ 8Η

Μπαίνει ο Βλάσης προσπαθώντας με παντομίμα να βάλει τις προβατίνες στο μαντρί.

ΒΛΑΣΗΣ

Που πας μωρή Βαγγελίτσα; Που πας ορέ Μαριώ

Φταίει που δεν αγρίεψα και είμαι γλυκός εγώ

Εμπάτε αμέσως στο μαντρί γιατί θα σας σουβλίσω

ρίγανη δεντρολίβανο θα σας παραγεμίσω

Μην με κοιτάζεις σαν χαζή Μάρω κι' άσε το νάζι

Έμπα αμέσως στο μαντρί ο τράγος σου σε κράζει

Μπαίνει Ζήσης

ΖΗΣΗΣ

Βλάση μόνο σου μιλάς, έχασες τα μυαλά σου;

Τα πρόβατα σου φύγανε, είσαι στα συγκαλά σου;

ΒΛΑΣΗΣ

Κυρ Ζήση αφέντη άτιμες είναι οι προβατίνες

Τσακώνονται για το τραγή σαν τις κυρά Κατίνες

ΖΗΣΗΣ

Άντε μωρέ νυχτώσαμε βαλ' τες μες το μαντρί

Κάν' της και λίγο δίαιτα, η Μάρω είν' χοντρή

ΒΛΑΣΗΣ

Κι η προβατίνα θηλυκό είναι αφεντικό

Μετά απ' το γρασίδι τρώει κι ένα γλυκό

Πάω έχω και ραντεβού θ' αργήσω αν δεν τρέξω

Πρέπει να φτιάξω και τυριά έχω και να αρμέξω

Φεύγει ο Ζήσης

ΣΚΗΝΗ 9Η

Μπαίνει η Γκόλφω.

ΓΚΟΛΦΩ

Αχ Χελμέ μου εσύ αθάνατε, σε ξέρουνε και οι ξένοι

Έγινε ο Τάσος ξεναγός μ' άφησε ξαναμμένη

ΓΚΟΛΦΩ

Τον σκέφτομαι συνέχεια και μού' ρχετε αντράλα

Θέλω πολύ να του δοθώ, μα βάζω την τρεχάλα

Είμαι ακόμα άμαθη δεν ξέρω τσαλιμάκια

Πως θα απλώσω το πανί, δεν έχω μανταλάκια

Μπαίνει ο Κίτσος σιγά σιγά πηγαίνει πίσω απ' την Γκόλφω. Αυτή τρομάζει.

ΚΙΤΣΟΣ

Αχ! Κοίτα την την πέρδικα, τι ομορφιά, τι χάρη

Ετούτη την ομορφονιά ποιος τυχερός θα πάρει;

ΓΚΟΛΦΩ

Κίτσο με τρόμαξες πολύ, ήρθες απ' τα μετόπισθεν

Μην πλησιάζεις άλλο εδώ, βάλε αμέσως όπισθεν

ΚΙΤΣΟΣ

Γιατί με διώχνεις Γκόλφω μου, δύο κουβέντες μόνο

Για σένα στην καρδούλα μου έχω μεγάλο πόνο.

Εδώ είμαι ο ποιο πλούσιος είναι γνωστό τοις πάσει

Δικά μου χίλια πρόβατα, αμπέλια και λιοστάσι

Έχω και γίδια και αρνιά, άλογα και μουλάρια

Σε θέλω και γονατιστός φιλώ σου τα ποδάρια

ΓΚΟΛΦΟ

Κίτσο, σήκω μην σέρνεσαι, έχω αμηχανία

Είναι βρεγμένο το γκαζόν θα πάθεις πνευμονία

ΚΙΤΣΟΣ

Είμαι ανιψιός του Τσέλικα κι έχω βιός μεγάλο

Έλα να κάνουμε χωριό γυναίκα να σε πάρω

Θα σ' έχω σαν Βασίλισσα, θα σ' έχω πριγκηπέσα

Άλλη γυναίκα δεν κοιτώ και σου μιλάω μπέσα

ΓΚΟΛΦΩ

Εγώ είμαι μια πάμφτωχη χωρίς στον ήλιο μοίρα

και από τον πατέρα μου μον' την ευχή του πήρα

ΚΙΤΣΟΣ

Εσύ δεν είσαι πάμφτωχη, η ομορφιά σου πλούτη

Αν θέλεις σε παντρεύομε την εβδομάδα ετούτη

ΓΚΟΛΦΩ

Για γάμο ακόμα είμαι μικρή, δεν σκέφτομαι τις βέρες

Λυπήσουμε το ορφανό, περνώ δύσκολες μέρες.

ΚΙΤΣΟΣ

Θέλεις μια γούνα από βιζόν τώρα να σου την φέρω

Γιορντάνια και χρυσαφικά, τι άλλο θες δεν ξέρω.

ΓΚΟΛΦΩ

Κίτσο του κάκου προσπαθείς, μην με πιέζεις άλλο

Πρέπει να φύγω ολοταχώς μπουγάδα έχω να βάλω

ΚΙΤΣΟΣ

Μου ρίχνεις τη χυλόπιτα Γκόλφω και με αφήνεις;

Εγώ δίνω τα πλούτη μου, καρδιά εσύ δεν δίνεις;

Δεν το χωράει το μυαλό, μια πάμφτωχη μ' αρνίεται

Σίγουρα έχει αλλού δοθεί με άλωνε τραβιέται

ΓΚΟΛΦΩ

Κίτσο δεν είναι ευγενικό, μην μου φοράς κουδούνια

Αγάπη εγώ δεν ένοιωσα είμαι ορφανό από κούνια

Φεύγω να πάω στον ποταμό να πλύνω το πανί μου

Να αμφισβητείς δεν έπρεπε Κίτσο μου την τιμή μου


Φεύγει η Γκόλφω

ΚΙΤΣΟΣ

Κι αν είμαι Τσελιγκόπουλο του Ζήση αν είμαι ανίψι

Άνοιξε βράχε να χωθώ, η πέτρα να με κρύψει.

Ελπίδα δεν μου άφησε με έφτυσε στα μούτρα

Βουνό πέτρες κατέβασε και σπάσε μου την κούτρα

Μπαίνει ένας καλόγερος κρατάει μια μεγάλη μαγκούρα φοράει γυαλιά ηλίου και έχει ύφος τραγωδού.

Σκοντάφτει σε διάφορα σημεία του σκηνικού.

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Άνθρωπο ακούω και άνθρωπο δεν βλέπω.

Περνάω λαγκάδια και βουνά και τα ρουμάνια ούλα

Που πήγε η αγάπη μου. Που είναι η βοσκοπούλα;

Εντύθηκα καλόγερος κι αν χρειαστεί και διάκος

Νοιώθω σαν θρούμπα, σαν ελιά που έφαγε ο δάκος

ΚΙΤΣΟΣ

Ξένε ποιος είσαι εσύ που βρέθηκες στο δρόμο μου;

Είσαι απλά περαστικός που άκουσες τον πόνο μου;

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Τον ίδιο πόνο έχουμε εδώ αριστερά

Θα αναρωτιέσαι ο παππούς ράσα γιατί φορά

ΚΙΤΣΟΣ

Μόλις τώρα το σκέφτηκα γεμάτος απορία

Γιατί παππούλη διάλεξες τέτοια ταλαιπωρία;

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Άκου παιδί μου να σου πω, τώρα δεν κρύβομαι άλλο

Κάποτε εγώ αγάπησα την όμορφη Κρυστάλλω

Εκείνη άλλον αγάπησε κι εμένα μ' είχε φτύσει

Και εγώ από τον πόνο μου το'ριξα στο μεθύσι

ΚΙΤΣΟΣ

Ιδία είμαι περίπτωση κι εγώ αγαπάω πάτερ

Μα μου έριξε χυλόπιτα κανονικά σε τάπερ

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Ήπια κρασιά για πάρτη της, ήπια βαρέλια ξύδια

Γιατί όταν εξενέρωνα με ζώνανε τα φίδια

ΚΙΤΣΟΣ

Αλκοολικό σε έκανε κι εμένανε κοντεύει

Αφού άλωνε αγαπά, άλωνε λιγουρεύει

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

(Τον πλησιάζει και ψηλαφίζει σε διάφορα σημεία του σώματος).

Πες μου τι είσαι στο ζώδιο πεσ' μου τον ωροσκόπο

Για να σου πω το μέλλον σου εγώ έχω τον τρόπο

ΚΙΤΣΟΣ

Λιοντάρι είμαι στο ζώδιο κι έχω ωροσκόπο ψάρι

Ναύτης σε πλοίο θα γενώ, κλείστε με στο αμπάρι

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Πάμε αν θες εις την μονή οι δυο μας να μονάσουμε

Στο στρώμα να ξαπλώσουμε και τον ψαλμό να πιάσουμε

ΣΚΗΝΗ 10Η

Μπαίνει ο Ζήσης

ΖΗΣΗΣ

Σε λάθος έργο βρίσκεσαι, κάπου τά'χεις μπερδέψει

Απ' την πολύ την προσευχή παππού έχεις σαλέψει

Τράβα τώρα το δρόμο σου και μην ξαναγυρίσεις

Μην ενοχλείς τον ανιψιό γιατί θα την πατήσεις

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Καλά εγώ μια πρόταση έκανα να ξεχάσει

Και κατά βάθος διέκρινα πως έχει μια τάση

ΚΙΤΣΟΣ

Δίκιο έχει ο Καλόγερος θα πάω σε μοναστήρι

ΖΗΣΗΣ

Δεν ήξερα πως ανιψιό είχα μαλακιστίρι.

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Λέω να πηγαίνω, άργησα και θα με περιμένουν

Εδώ δεν αστειεύονται οι Βλάχοι λένε δέρνουν

Δείξτε μου την διαδρομή και που έχει στροφές

Γιατί δεν αξιώθηκα να πάρω GPS

ΖΗΣΗΣ

Έχω ένα για τα πρόβατα και θα σου το χαρίσω

Όμως ξανά στα μάτια μου να μην σε αντικρίσω

(Του δίνει ένα GPS το παίρνει ο καλόγερος)

ΦΩΝΗ GPS

Στα πενήντα μέτρα στρίψτε αριστερά
(Ο Καλόγερος προχωρεί)

Στα τριάντα μέτρα στροφή δεξιά

(Βγαίνει απ' την σκηνή)

Και τώρα ευθεία

(Ακούγεται ο καλόγερος σαν να πέφτει από γκρεμό)

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΟΦΦ

Ααααααααααα!

(Ήχος πεσίματος)

ΖΗΣΗΣ

Τι έπαθες ορέ ανιψιέ, ψόφησε η φοράδα;

Χαθήκαν τα κοπάδια μας κι έχεις τέτοια ζοχάδα;

ΚΙΤΣΟΣ

Μπάρμπα, εμένα αρνήθηκε χωρίς βρακί γυναίκα

Μια κουβέντα είπα εγώ κι εκείνη είπε δέκα

ΖΗΣΗΣ

Εϊν' η γυναίκα άγνωστο πολύπλοκο μηχάνημα

Θέλει κατάλληλο κλειδί για της καρδιάς το άνοιγμα

Μπορεί να φεύγει μακριά και να κλοτσάει σαν γίδι

Και να΄ χει την καρδιά κλειστή ερμητικά σαν στρείδι

Όμως με κόλπα αντρικά σιγά σιγά θ' ανοίξει

Κι εσένανε στην αγκαλιά Κίτσο μου θα σε σφίξει

ΚΙΤΣΟΣ

Εσύ είσαι θείε έμπειρος την ξέρεις τη γυναίκα

Εγώ είμαι ατσούμπαλος είμαι λιγάκι γκέκας

ΖΗΣΗΣ

Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια

Χωρίς τσαλίμια του άλογου δεν πιάνεις τα καπούλια

ΚΙΤΣΟΣ

Εγώ γυναίκα αγάπησα κι εσύ λες για φοράδες;

Από την πόλη έρχομαι, κολοκυθοκορφάδες

ΖΗΣΗΣ

Ξέρω ποια θέλεις ανιψιέ, κι έστειλα προξενήτρα

Η μάνα της δεν είν' χαζή να χάσει τόση προίκα

Το ναι να ξέρεις θα το πει, θα δώσει το οκέι

Αλλιώς κάνω κατάσχεση το σπίτι της για χρέη

ΚΙΤΣΟΣ

Νομίζω η Γκόλφω έχει δεσμό τραβιέστε με τον Τάσο

Φοβάμαι πως απ' άφραγκο την όμορφη θα χάσω

ΤΑΣΟΣ

Κίτσο μην απελπίζεσαι, έχε μου εμπιστοσύνη

Πάω να βρω στη μάνα της κι αμέσως θα εγκρίνει

ΚΙΤΣΟΣ

Κι εγώ πάω στα πρόβατα να παίξω τη φλογέρα

Έχω εδώ ένα πήγκωμα να πάρω λίγο αέρα

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΖΗΣΗΣ

Όλος ο κάμπος το βουνό

είναι δικά του ούλα

κι αυτός εδώ τρελάθηκε

για μία βοσκοπούλα

Βρε ανιψιέ ηρέμισε,

κι όλα σωστά θα γίνουν

Τα πρόβατα όταν διψούν

θέλουν νερό να πίνουν

Και το κριάρι αρνήθηκε

να μπει μες στο μαντρί του

Άμα πεινάσει όμως πολύ

ζητάει την τροφή του

Άκου κι εμένα τον παλιό

που από γυναίκες ξέρω

Στο λέω αργά η γρήγορα

την Γκόλφω θα στη φέρω

Φεύγουν

ΣΚΗΝΗ 11Η

Μπαίνει η Γκόλφω με το πλυμένο ρούχο της.

ΓΚΟΛΦΩ

Αχ που νάνε τώρα ο Τάσος μου, εκεί ψηλά τι κάνει;

Τέλειωσε την ξενάγηση, σε μένα πότε φτάνει;

Μπαίνει ο Βλάσης.

ΒΛΑΣΗΣ

Γκόλφω, έγινε χαμός εκεί στο μαυρονέρι

Ο Λόρδος τα χρειάστηκε το' παθε το χουνέρι

ΓΚΟΛΦΩ

Λέγε Βλάση γρήγορα, έχεις κακά μαντάτα;

Έπαθε κάτι ο Τάσος μου να πάρω ευθύς τη στράτα;

ΒΛΑΣΗΣ

Ο Τάσος είναι μια χαρά ο Λόρδος παραπάτησε

Από το βράχο έπεσε και από το φόβο τα' άφησε

ΓΚΟΛΦΩ

Σκοτώθηκε ο ξένος μας, έπεσε από τα βράχια;

Το είδα εγώ το όνειρο πως έτρωγα βατράχια

ΒΛΑΣΗΣ

Ο Λόρδος είναι μια χαρά, τον έσωσε ο Τάσος

Και τώρα τον ευχαριστεί εκεί ψηλά στο δάσος

Την τελευταία τη στιγμή, που ήταν κρεμασμένος

Τα είχε κάνει πάνω του ο Λόρδος ο καημένος

Όρμισε ο Τάσος κι άρπαξε τον ξένο απ' το χέρι

Κι απάνω τον ανέβασε όπως ο Τάσος ξέρει.

ΓΚΟΛΦΩ

Από μικρός βοήθαγε όσους είχανε προβλήματα

Αχ! έχω άντρα με καρδιά κι ας λείπουνε τα χρήματα

ΒΛΑΣΗΣ

Ο Λόρδος έπεσε μπροστά στον Τάσο και γονάτισε

Του άρπαξε το πόδι του πολύ σφιχτά τα κράτησε

Του έδωσε κι ένα πουγκί με λίρες που γυαλίζουν

Άμα τις κάνεις σε ευρώ ένα παλάτι χτίζουν

Τρέχω σε ούλο το χωριό να μάθουν το μαντάτο

ΓΚΟΛΦΩ

Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φά'το.

Φεύγει ο Βλάσης.

ΓΚΟΛΦΩ

Αχ. Τι γλύκα έχει η καρδιά άμα πολύ αγαπάει

Είναι ποτάμι ορμητικό στη θάλασσα που πάει

Όλα ωραία φαίνονται αν έχεις τον καλό σου

Κι άμα σου φύγει τέτοιος νιος το κρίμα στο λαιμό σου

ΣΚΗΝΗ 12Η

Μπαίνει η Σταυρούλα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Του χωριού η ομορφούλα

Εγώ είμαι η Σταυρούλα

Φτύνω άντρες κι όλοι κλαίν

Και με λένε μανεκέν

Με επροίκισε η φύση

Ψάχνω να'βρω ένα ντερβίση

Που να αξίζει τα φιλιά μου

Να του δώσω τα προικιά μου

ΡΕΦΡΑΙΝ

Έχω τα προσόντα ούλα

με υπογραφή Σταυρούλα

σαν περνώ η φύση ανθίζει

και μοσχοβολιά μυρίζει

ΓΚΟΛΦΩ

Καλή σου μέρα φίλη μου Σταυρούλα καλημέρα

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Κάνε στην άκρη τσόκαρο, άντε λίγο πιο πέρα

ΓΚΟΛΦΩ

Γιατί μου στάζεις τη χολή, τη σού' κανα η δόλια;

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Εδώ είναι τα χωράφια μου, δικά μου περιβόλια

ΓΚΟΛΦΩ

Η Βρύση είναι ολουνών και ήρθα όπως όλοι

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Μην μου σηκώνεις μύτη εσύ με άδειο πορτοφόλι

Σταυρούλα με φωνάζουνε κι είμαι ανιψιά του Ζήση

Του Τσέλικα που η μάνα σου έχει δανικά ζητήσει

ΓΚΟΛΦΩ

Δεν ειν' κακό να' σε φτωχειά χωρίς στον ήλιο μοίρα

Με πλήγωσες τα δάκρια θα τρέξουνε πλημμύρα

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Άσε τα κόλπα δεν περνούν σε μένανε παρθένα

Με ποιον στους λόγγους τριγυρνάς μου το' πανε εμένα

ΓΚΟΛΦΩ

Για μάζεψε τα λόγια σου, δεν είμαι όπως νομίζεις

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Ξέρω το περιβόλι σου εσύ πως το ποτίζεις

ΓΚΟΛΦΩ

Η γλώσσα σου δυμούτσουνη οχιά σκέτο λεπίδι

Εσύ δεν είσαι άνθρωπος είσαι τελείως φίδι

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Τι λες μωρή ξεβράκωτη, τώρα σε ξεμαλλιάζω

Μπαίνει ο Ζήσης

ΖΗΣΗΣ

Επ! Για σταθείτε ακίνητες, Σταυρούλα σε διατάζω.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Θείε, μου επιτέθηκε, εγώ είμαι αθώα

Την φίλη μου χαιρέτισα κι αντίκρισα ένα βόα

ΖΗΣΗΣ

Πάμε ανιψιά, ηρέμισε, είσαι άλλουνού επιπέδου

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Είναι εντελώς αμόρφωτη σαν χούλιγκαν γηπέδου

Δεν θα τον πάρεις ...; Δεν θα τον πάρεις ...;

Φεύγουν

Μουσική μελοδραματική.

ΓΚΟΛΦΩ

Αυτή ειν' η μοίρα του φτωχού και του κατατρεγμένου

Του ορφανού του κοριτσιού και του ερωτευμένου

Ο κόσμος γίνετε κακός άμα δεν έχεις χρήμα

Όλα με πλούτη τα μετρούν ναι δυστυχώς τι κρίμα

ΜΟΥΣΙΚΗ

ΣΚΗΝΗ 13Η

Μπαίνει ο Τάσος.

ΤΑΣΟΣ

Τι βλέπω τρέχουν δάκρια στα μάτια σου ομορφιά μου;

Αν κλαις που λίγο άργησα, πέφτω στα γόνατα μου

Σου φέρνω νέα Γκόλφω μου, για να χαρεί η καρδιά σου

Μια χούφτα λύρες γνήσιες σου ρίχνω στην ποδιά σου

ΓΚΟΛΦΩ

Είναι αλήθεια όλα αυτά που ήρθε και είπε ο Βλάσης;

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω θα γίνω πλούσιος, με αντάμειψε ο λόρδος

Σούσι θα σε ταΐζω εγώ, κομμένος ποια ο σκόρδος

ΓΚΟΛΦΩ

Τάσο είσαι ένας ήρωας, το μάθανε και οι ξένοι

Έλα μου στην αγκαλιά που χρόνια περιμένει

ΤΑΣΟΣ

Ευθύς πάω στην μάνα σου να πάρω την ευχή της

Και να της πω πως σύντομα θα γίνω εγώ παιδί της

ΓΚΟΛΦΩ

Αχ, πόσο σ' αγαπώ, πόσο σε θέλω πόσο

Μου ήρθε μια λιποθυμιά και λέω να ξαπλώσω

ΤΑΣΟΣ

Ξάπλωσε Γκόλφω κι έρχομαι δίπλα σου να ξαπλώσω

Έχω κάτι πολύτιμο εγώ για να σου δώσω

ΜΙΑ ΑΣΤΡΑΠΗ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΒΡΟΝΤΗ

Μπαίνει η Αστέρω

ΑΣΤΕΡΩ

Εδώ είσαι παλιοθήλυκο, κυλιέσαι στο γρασίδι;

Το σόι μας ατίμασες, ποιος είν' αυτός τσιτσίδι;

ΓΚΟΛΦΩ

Μάνα, τα ρούχα άπλωνα κι ήρθα να ξαποστάσω

Κι εδώ όπως ερχόμουνα συνάντησα τον Τάσο

ΑΣΤΕΡΩ

Με άφραγκο η κόρη μου δεν θέλω νταραβέρια

Άφησες και σ' ακούμπησαν τα βρομερά του χέρια;

ΤΑΣΟΣ

Κυρά Αστέρω παρεξήγησες, έχω σκοπό καλό

Την Γκόλφω την παντρεύομαι γι' αυτό και την φιλώ

ΑΣΤΕΡΩ

Κοίτα γαμπρό που βρήκαμε με τρύπια φουστανέλα

Και θέλεις βρε ψωμόλυσσα να πάρεις την γαζέλα;

ΓΚΟΛΦΩ

Μάνα, δεν είναι όπως τα λες μην τον παρεξηγήσεις

Έγινε ο Τάσος πλούσιος απ' τις περιηγήσεις

ΤΑΣΟΣ

Έχω λεφτά για στέφανα, θα κάνω και δεξίωση

Δεν είμαι άφραγκος κυρά, έχω μια καταξίωση

Έφυγε ο Λόρδος και είπε θα δώσει διαταγή

Στην τράπεζα μια δίγραμμη να εκδώσει μια επιταγή

ΓΚΟΛΦΩ

Μάνα λιγάκι σκέψου το μην είσαι τόσο άδικη

Μια ευκαιρία έχουνε ακόμα και οι κατάδικοι

ΤΑΣΟΣ

Κυρά εγώ αρχόντισσα την κόρη σου θα κάνω

Κι αν δεν με εμπιστεύεσαι αμέσως θα πεθάνω

Βγάζει ένα μαχαίρι και το σηκώνει ψιλά. Η Γκόλφω τρομάζει.

Αστραπές βροντές.

ΓΚΟΛΦΩ

Όχι! Μη!

Του κατεβάζει το μαχαίρι.

ΑΣΤΕΡΩ

Αν είναι έτσι όπως τα λες να το σκεφτώ το πράγμα

Γνώμη μπορεί να αλλάξω εγώ, να γίνει κάνα θάμα.

ΓΚΟΛΦΩ

Πάω να υφάνω τα προικιά και νυφικό να ράψω

Αχ είμαι ευσυγκίνητη, μου έρχεται να κλάψω.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΤΑΣΟΣ-ΓΚΟΛΦΩ-ΑΣΤΕΡΩ

Γυρίζει τώρα ο τροχός

και η τύχη μας αλλάζει

Μέρα για μας καλύτερη

το βλέπω πως χαράζει

Έχει ελπίδα κι ο φτωχός

να δει μια άσπρη μέρα

Και να μην μένει στάσιμος

να πάει λίγο ποιο πέρα

ΡΕΦΡΑΙΝ

Πως για όλα η φτώχια φταίει

Ο σοφός λαός το λέει.

Ας είν' καλά ο Λόρδος Γκέι

Που μας γλίτωσε απ' τα χρέη.(Δις)

Φεύγουν

ΣΚΗΝΗ 14Η

Μπαίνει ο Κίτσος και ο Βλάσης.

ΒΛΑΣΗΣ

Σου λέω αρραβωνιάστηκε την Γκόλφω επισήμως

Το ξέρει όλο το χωριό και ο παραπέρα Δήμος

Και θες εσύ το λόγο του πίσω να πάρει ο Τάσος

Είναι πολύ καλό παιδί δεν έχει τόσο θράσος.

ΚΙΤΣΟΣ

Όλα μπορεί να αλλάξουνε, σπάει τον αρραβώνα

Θα πάρει χίλια πρόβατα, αμπέλια κι Ελαιώνα

Φύγε μωρέ τι κάθεσαι, πήγανε να τον ψήσεις

Αν πει το ναι είσαι πλούσιος, αλλιώς φτωχός θα ζήσεις

ΒΛΑΣΗΣ

Αφέντη αυτά δεν γίνονται, δεν πάω για προξενήτρα.

Μα τώρα που το σκέφτομαι είναι πολλά τα λύτρα

ΚΙΤΣΟΣ

Άμα τον πείσεις μπιστικέ την Γκόλφω να μην πάρει

Σου δίνω δέκα πρόβατα και το καλό κριάρι

ΒΛΑΣΗΣ

Η θέση μου είναι δύσκολη, βαλε και κάνα γίδι

Αν του το πω θα φάω εγώ πολύ γερό βρυσίδι.

ΚΙΤΣΟΣ

Να πάρω Γκόλφω θέλω εγώ, να πάρει τη Σταυρούλα

Άμα το κάνεις Βλάση εσύ θα' χεις τα πλούτη μου ούλα

Πήγαινε αμέσως σπίτι του, τρέξε μην περιμένεις

Εάν τον πείσεις να δεχτεί τα γίδια μου τα παίρνεις

ΒΛΑΣΗΣ

Το ξύλο που θα φάω εγώ άλλος δεν το' χει φάει

Το σκέφτουμαι και άρχισε η πλάτη να πονάει

Θα κάνω την προσπάθεια κι ας έχει τόσα μείον

Με βλέπω με κατάγματα να πάω νοσοκομείο

Φεύγει.

ΣΚΗΝΗ 15Η

Η Γκόλφω και η Αστέρω. Η Γκόλφω κεντάει και η Αστέρω πλέκει.

ΓΚΟΛΦΩ

(Τραγουδάει ένα τραγούδι σουξέ της εποχής).

Μάνα γιατί κατέβασες μούρη και είσαι κάπως;

Δες θες να είμαι χαρούμενη θέλεις να είμαι ράκος;

ΑΣΤΕΡΩ

Παιδί μου εγώ σε αγαπώ και θέλω το καλό σου

Δεν ξέρω τι αισθήματα τρέφει ο αγαπητικό σου

Μην βλέπεις που κατάντησα σαν παλιοπατσαβούρα

Κάποτε έβγαινα στο χωριό και έκανα φιγούρα

Ήμουν η ομορφότερη, κορμί φωτομοντέλο

Ένας βοσκός μ' αγάπησε και του' λεγα δεν θέλω

Έφυγε πήγε μακριά για να ξεχάσει εμένα

Κι εγώ άλλον παντρεύτηκα και γέννησα εσένα

ΓΚΟΛΦΩ

Μάνα μου θυσιάστηκες δεν πήρες τον Βοσκό

δόθηκες στον πατέρα μου που είχε ένα μισθό

Ξάπλωσες με αγροφύλακα αψήφησες αισθήματα

Ποιος έρχεται τώρα εδώ ακούω ποδοπατήματα

ΦΩΝΗ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΥ

Αστέρω! Αστέρω!

ΓΚΟΛΦΩ

Ποιος σε φωνάζει μάνα μου και ξέρει τα' όνομα σου;

Αν είναι κλέφτης ύπουλος πριν του ανοίξεις στάσου

ΦΩΝΗ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΥ

Αστέρω! Αστέρω!

ΑΣΤΕΡΩ

Την ξέρω ετούτη τη φωνή και κάτι μου θυμίζει

Η ραγισμένη μου καρδιά από το άγχος τρίζει

Μπαίνει ο Αγαπητικός

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Συγγνώμη αν ενόχλησα κυρίες μου συγγνώμη

Φορτίο μεγάλο κουβαλώ μου πέσανε οι ώμοι

Χρόνια και χρόνια τριγυρνώ με βάρος στην καρδιά μου

Όμως μην σας ταλαιπωρώ τώρα με τα δικά μου

ΑΣΤΕΡΩ

Κάπου την ξέρω την φωνή, είναι γνωστή στ' αυτιά μου

Πεσ' μας ποιος είσαι ξένε μου με τρών τα σωθικά μου

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Κάνε στην άκρη ορέ γριά, την νια για να θαυμάσω

Μοιάζει με την αγάπη μου που με' καναν να χάσω

ΓΚΟΛΦΩ

Πές μας της ιστορία σου ξένε έχει ενδιαφέρον

Μ' αρέσει να ακούω τον καημό έλα ξεκίνα γέρο

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη

μα την αγάπησα πολύ ήμουν αλάλητο πουλί

δέκα χρονών αγόρι.

Η βοσκοπούλα σου έμοιαζε ήταν ίδια εσύ

Η μοίρα μας εχώρισε τώρα θα με μισεί

ΑΣΤΕΡΩ

Εσύ είσαι η αγάπη μου που πρόδωσα η σκύλα

Μην με κοιτάζεις γέρασα πήρα την κατρακύλα

Αστραπές βροντές

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Εσύ είσαι η Αστέρω μου είσαι η ομορφιά μου;

Αχ δεν αντέχω μ' έπιασε πόνος μες την καρδιά μου

Παραπαίει.

ΑΣΤΕΡΩ

(Τραγουδάει)

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό

Μου σκότωσες τον σταυραετό και τον αυγερινό

ΓΚΟΛΦΩ

Έλα τώρα ηρέμισε στα συγκαλά σου έλα

Και μην χτυπιέσαι πάνω του λες κι είσαι η Μαρινέλα

Το έργο Γκόλφω λέγεται και είμαι η πρωταγωνίστρια

Που να το φανταζόμουνα πως θα'χα ανταγωνίστρια

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Πεθαίνω για τα μάτια σου πάω στον άλλο κόσμο

Βρομάει λίγο το χνότο μου έχεις μια τσίχλα δυόσμο;

Λιποθυμάει ο Αγαπητικός. Η Αστέρω από πάνω του μοιρολογάει.

ΓΚΟΛΦΩ

Εδώ τελειώνει η σκηνή, σβήστε τώρα τα φώτα

Το έργω παίξτε το σωστό κοινό μου χειροκρότα

ΣΚΗΝΗ 16Η

Η Σταυρούλα στο βάθος πλάτη στο κοινό μαδάει μια μεγάλη μαργαρίτα και μονολογεί.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Θα με πάρει, δεν θα με πάρει, θα με πάρει δεν θα με πάρει ...;.

Ότι και να κάνει θα με πάρει.

(Ποδοπατάει την μαργαρίτα)

Ναι θα με πάρει.

ΣΚΗΝΗ 17Η

Βλέπουμε τον Τάσο και τον Βλάση. ο Τάσος κάνει νευρικές βόλτες πάνω κάτω.

ΒΛΑΣΗΣ

Τάσο σου λέω σκέψου το, μην κάνεις κουτουράδες

Ξέρω σε προβλημάτισα σε πιάσανε ζοχάδες.

Όμως σου λέω σώθηκες αν πάρεις την Σταυρούλα

Θα' χεις κατσίκια και αρνιά και τα περβόλια ούλα

ΤΑΣΟΣ

Σκάσε ρε Βλάση μην μιλάς, έχω αξιοπρέπεια

Αφού αρραβωνιάστηκα να φύγω θα΄νε απρέπεια

ΒΛΑΣΗΣ

(Στον κόσμο)

Πάμε στοίχημα. 1,20 θα διαλύσει τον αρραβώνα. 3,50 δεν θα τον διαλύσει. Όσα ποντάρετε τόσα παίρνετε.

ΤΑΣΟΣ

Τώρα σε σκέψεις με έβαλες.

Ανάβει τσιγάρο και πέφτει σε περισυλλογή

ΒΛΑΣΗΣ

Ο έρωτας είναι καλός αλλά αν δεν έχεις μία

Αρχίζει η γκρίνια και στο σεξ πλήρης απροθυμία

Εδώ μιλάμε τα λεφτά τρέχουν απ' τα μπατζάκια

ΤΑΣΟΣ

Το ξέρω. Είναι πολλά τα λεφτά Βλάση.

ΒΛΑΣΗΣ

Θα είσαι αρχοντόπουλο, θα βγεις από τη φτώχια

Θα είσαι αρχητσέλικας με στρούγκες και μετόχια

ΤΑΣΟΣ

Σου λέω θέλω χρόνο για να το σκεφτώ

Μου φαίνεται παράξενο άλλη να παντρευτώ

ΒΛΑΣΗΣ

Τότε κάνουμε διάλλειμα ο Τάσος να σκεφτεί

Είναι μεγάλη απόφαση για το ποια θα παντρευτεί.

Εσείς ψωνίστε από το μπαρ να κινηθεί το χρήμα

Μην σηκωθεί κανένας σας θα δώσω εγώ το σήμα

Μπαίνει όλος ο θίασος

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΟΛΟΙ

Τώρα σκέφτεται ο Τάσος τι να κάνει

Και η Γκόλφω αν το μάθει θα πεθάνει

Αν ο Τάσος κάνει προδοσία

Προτιμήσει αντί για αγάπη περιουσία

Όπως πάντα κι όπως είναι λογικόν

Στη μέση μπαίνει το οικονομικόν

Δίχως φράγκο δεν στεριώνει το στεφάνι

Και ο έρωτας τη νοστιμιά του χάνει.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Γκόλφω forever

Αγάπη never

Αν δεν υπάρχει και μετρητό

Γκόλφω forever

Σου λέει never

Και πώς να ράψεις το νυφικό

Γκόλφω forever

Δεν θέλει never

Άφραγκο αγαπητικό.(Δις).

ΒΛΑΣΗΣ

Δέκα λεπτά διάλειμμα. Σηκωθείτε να ξεμουδιάσετε. Ο χρόνος αρχίζει τώρα!

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΣΚΗΝΗ 1Η

ΜΟΥΣΙΚΗ

Μπαίνει ο Βλάσης

ΒΛΑΣΗΣ

Το διάλειμμα τελείωσε εμπρός χειροκροτάτε

Βίντεο με τα κινητά μπορείτε να τραβάμε

Ας έρθει τώρα ο θίασος βαράτε βιολιτζήδες

Ότι θα δεις επί σκηνής ποτέ σου δεν τα είδες

Βγαίνει ο θίασος στην σκηνή

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΟΛΟΙ

Τρεις μήνες επεράσανε Και μιάμιση βδομάδα

Μέσα του όλα αλλάξανε Άλλαξε φιλενάδα

Αφού πρώτα το σκέφτηκε ο Τάσος και διχάσθει

Στην προίκα παγιδεύτηκε και η Γκόλφω εξεχάσθει

ΡΕΦΡΑΙΝ

Το χρήμα τον εκέρδισε

η πλούσια Σταυρούλα

Κι αυτή γάμο ετοίμασε

με τα προικιά της ούλα.

Φεύγουν. Μπαίνει ο Βλάσης .

ΒΛΑΣΗΣ

Μπράβο μου τα κατάφερα χάλασα αρραβώνα

Είμαι καλός στα προξενιά κουράστηκα είμαι πτώμα

Ο Τάσος πάει να της το πει προβλέπω τραγωδία

Στο βάθος μην γελάς εσύ δεν είναι κωμωδία

(Ακούγεται μπουμπουνητό)

ΒΛΑΣΗΣ

Ωχ! Μεγάλη μπόρα έρχεται, προβλέπεται πλημμύρα

Μου κόπηκαν τα ύπατα τρομάρα εγώ που πήρα

Το δράμα κορυφώνεται και λέω να την κάνω

Προσέξτε την υπόθεση, χαζεύεται εκεί πάνω

ΣΚΗΝΗ 2Η

Ο Τάσος σκεπτικός τον ακολουθεί η Γκόλφω

ΓΚΟΛΦΩ

Τάσο στάσου μην προχωράς, σου λέω τώρα στάκα

Μίλα, γιατί δεν απαντάς ξέχασες την ατάκα;

ΤΑΣΟΣ

Η θέση μου είναι δύσκολη, πώς να στο πω δεν ξέρω

Ξέχασα τα τσιγάρα μου να πάω να τα φέρω;

ΓΚΟΛΦΩ

Δεν είσαι ο Τάσος που ήξερα, εσύ άλλαξες τελείως

Ξηγήσου στην αγάπη σου μην γίνεσαι γελοίος

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω, πώς να στο πω, δεν έχει η τσέπη μία

Δεν είχε αποτέλεσμα του Λόρδου η γνωριμία

Επιταγή υποσχέθηκε όμως εξαφανίστηκε

Δεν ξέρω τι τον πείραξε και τόσο πολύ τσατίστηκε

ΓΚΟΛΦΩ

Ήταν μου είπες κύριος, μπροστά σου εγονάτισε

Κι αφού στο έπιασε σφιχτά, το πόδι σου το κράτησε

Όμως δεν θέλω εγώ λεφτά θέλω μόνο εσένα

Αχ πόσο ονειρεύομαι που θα' μαστε παντρεμένα

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω διστάζω να στο πω , όμως νομίζω πρέπει

Η φτώχια είναι εμπόδιο γάμο δεν επιτρέπει

Λέω να αναβάλουμε τον γάμο μην βιαστούμε

Ίσως μπορεί αργότερα να το ξανασκεφτούμε

ΓΚΟΛΦΩ

Τ' αυτιά μου ακούσανε καλά, η μήπως έχουν κάτι

Αρνείσαι Τάσο αγάπη μου το νυφικό κρεβάτι;

ΤΑΣΟΣ

Κοίτα δεν ξέρω τι να πώ, έχω πολλές σκοτούρες

Ο γάμος είναι βάσανο δεν θέλω εγώ βαβούρες

ΓΚΟΛΦΩ

Είσαι Τάσο σοβαρός μιλάς με τα καλά σου

Ποιος τρίτος σε διέβαλε κι άλλαξε τα μυαλά σου;

ΤΑΣΟΣ

Μην μου υψώνεις τη φωνή, αυτά δεν τα σηκώνω

Αυτό που θέλω θα στο πω, το ξέρεις δεν κωλώνω

ΓΚΟΛΦΩ

Δεν είναι ο Τάσος που ήξερα, είναι ένας άλλος μάλλον

Γι' αυτό αυτός ο κύριος μου λέει άλλα αντ' άλλων

ΤΑΣΟΣ

Δεν βλέπεις τα διαζύγια που εκδίδονται συνέχεα

Και για τα περισσότερα λένε φταίει η ανέχεια

Εμείς δεν έχουμε λεφτά ούτε για κεραμίδα

Και μεσ' την κατσαρόλα μας θα βράζουμε ακρίδα

ΓΚΟΛΦΩ

Σκέπη θαν' η αγάπη μας, πάπλωμα τα φιλιά μας

Και τα λεπτά αισθήματα θα είναι τα προικιά μας

ΤΑΣΟΣ

Μάλλον δεν επικοινωνείς δε βλέπεις την αλήθεια

Εσύ πετάς στα σύννεφα και ζεις με παραμύθια

ΓΚΟΛΦΩ

Όχι δεν πετώ στα σύννεφα, είμαι προσγειωμένη

Απλά μπροστά σου στέκεται μια ερωτευμένη

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω τώρα σε χαιρετώ μην κάνεις καμιά τρέλα

(Στο κοινό).

Γυαλίζει και το μάτι της δεν πάει καλά η κοπέλα

ΓΚΟΛΦΩ

Φύγε προδότη από δω, φύγε να μην σε βλέπω

Άλλη κουβέντα να μου πεις πλέον δεν επιτρέπω

ΤΑΣΟΣ

Να θυμάσαι εσύ με έδιωξες, εγώ ζήτησα παράταση

ΓΚΟΛΦΩ

Φύγε σου λέω από δω μην χέζεις την παράσταση

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΣΚΗΝΗ 3Η

Μπαίνει η Σταυρούλα, είναι πολύ χαρούμενη.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Με θέλει, με αγάπησε, ο Τάσος θα με πάρει

Στο πρώτο χθες το ραντεβού έγινα σαν παντζάρι

Τον ξάπλωσα σένα χαλί δεν είμαι εγώ κουτί

Τον τράβηξα με κάμερα έχω και ντι βι ντι

(Κρατάει ένα DVD)

Μπαίνει ο Κίτσος

ΚΙΤΣΟΣ

Σταυρούλα τον κατάφερες, πάτε για γάμο λένε;

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Άλλες γελάνε Κίτσο μου και άλλες τώρα κλαίνε

ΚΙΤΣΟΣ

Εμένα δεν απάντησε η Γκόλφω αν με θέλει

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Αχ λιγούρα τώρα μ' έπιασε πάω να βρω παστέλι

ΚΙΤΣΟΣ

Αν μ' αρνηθεί και τώρα που ο Τάσος σε παντρεύεται

Θα πάω να γίνω μοναχός ο πόνος δεν παλεύεται

Χαμηλώνουν τα φώτα παίρνει ένα μικρόφωνο με βάση

και τραγουδάει. «δεν μ' αγαπάει». Γονίδης.(ανάλογα την εποχή που παίζεται το έργο ακούγεται ένα ανάλογο καψούρικο τραγούδι.

ΣΚΗΝΗ 4Η

Η Γκόλφω περιπατάει απελπισμένη. κοιτάζει γύρω της.

ΓΚΟΛΦΩ

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν

Και τα πουλάκια στα κλαριά δεν κελαηδούν βουβαίνουν

Ο ήλιος εβασίλεψε και εχάθηκε στην δύση

Σ' άνευ αξίας μετοχή εγώ είχα επενδύσει

Έρχεται ο Κίτσος απ' το βάθος

ΚΙΤΣΟΣ

Εδώ είσαι πλάσμα θεϊκό, εδώ είσαι οπτασία

Κι αν μου' ριξες χυλόπιτα δεν δίνω σημασία.

ΓΚΟΛΦΩ

Κίτσο μην με απασχολείς, έχω μελαγχολία

ΚΙΤΣΟΣ

Να κάνουμε ένα διάλογο πήρα πρωτοβουλία

ΓΚΟΛΦΩ

Δεν βλέπεις πως τα δάκρια μου τύφλωσαν τα μάτια

Είμαι πεσμένη είμαι νταουν σου λέω είμαι κομμάτια

ΚΙΤΣΟΣ

Θα έμαθες ο Τάσος τη Σταυρούλα πως παντρεύεται

Και πως θα γίνει πλούσιος λέει και κοκορεύεται

ΓΚΟΛΦΩ

Τι είπες Κίτσο, αν μπορείς πάλι να μου το πεις

Ίσως από το κλάμα μου εβούλωσε ο αυτής

Ανάποδη κίνηση του Κίτσου κάθε φορά που επαναλαμβάνει

ΚΙΤΣΟΣ

Θα έμαθες ο Τάσος τη Σταυρούλα πως παντρεύεται

Και πως θα γίνει πλούσιος λέει και κοκορεύεται

ΓΚΟΛΦΩ

Τι είπες Κίτσο, αν μπορείς πάλι να μου το πεις

Ίσως από το κλάμα μου εβούλωσε ο αυτής

ΚΙΤΣΟΣ

Θα έμαθες ο Τάσος τη Σταυρούλα πως παντρεύεται

Και πως θα γίνει πλούσιος λέει και κοκορεύεται

ΓΚΟΛΦΩ

Έχω ζαλάδα μού' ρχεται τάση λιποθυμίας

Το τέλος θα'ναι τραγικό αυτής της γνωριμίας

Θα πάρω όρη και βουνά η δόλια η καρντερίμο

Τρέντι ήμουνα κάποτε τώρα θα γίνω ίμο

ΚΙΤΣΟΣ

Μην πέφτεις σε κατάθλιψη, έχω λύση για σένα

Ξέχνα τον Τάσο όμορφη κι αγάπησε εμένα

ΚΙΤΣΟΣ

Μπορώ να κάνω πρόταση σε γάμο να σε πάρω

Μες τη ζωή σου Γκόλφω μου θα κάνω εγώ το φάρο

ΓΚΟΛΦΩ

Φεύγω τώρα συνομιλώ μονάχα με το χάρο

Φεύγει η Γκόλφω.

Η Γκόλφω τρέχει. Ακούγεται το τραγούδι της Ζήνα «ΤΡΕΞΕ»

ΣΚΗΝΗ 5Η

Μπαίνει ο Καλόγερος

ΦΩΝΗ GPS

Στα δέκα μέτρα θα είστε στο κέντρο της σκηνής.

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Αρρώστια είναι ο έρωτας και κρίμα όποιος κολλήσει

Ο νιός που δε δοκίμασε εμένα να ρωτήσει

ΚΙΤΣΟΣ

Καλόγηρε δεν έφυγες δεν πήγες στην μονή σου;

Στάσου σε θέλω άγιε θα'ρθω κι εγώ μαζί σου

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Την έκβαση προέβλεψα και κρύφτηκα στο βράχο

Φοβήθηκα τον άγριο τον θείο σου τον βλάχο

Πάμε λοιπόν στα γρήγορα πάμε για να μονάσουμε

Τα εγκόσμια να αφήσουμε και τον ψαλμό να πιάσουμε

ΚΙΤΣΟΣ

Μισό λεπτό ανέβαλε αν θες την αναχώρηση

Είμαι συμπρωταγωνιστής θα κάνω αποχώρηση

Βουνά και λόγγοι και πουλιά, κατσίκιες προβατίνες

Στο κέφι εγώ και στη χαρά κατέβασα κουρτίνες

Θα κάνω πέτρα την καρδιά και θα κλειστώ σε δώμα

Την αμαρτία θα την πω, την αγαπώ ακόμα

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Προσόντα έχεις σίγουρα στο λέω μα τον Δία

Σε βλέπω στην Επίδαυρο να παίζεις τραγωδία

Φεύγουν

ΣΚΗΝΗ 6Η

Μπαίνει ο Αγαπητικός με την Αστέρω.

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Στο πάρα τσακ την γλύτωσα ο αγαπητικός

Ζαλάδα λένε έπαθα δεν είμαι καρδιακός

Μου το' παν όλοι οι γιατροί τους έδωσα ρεγάλο

Αστέρω θα σε παντρευτώ δεν το αναβάλω άλλο

ΑΣΤΕΡΩ

Νομίζω πως δεν είν' σωστό Μήτρο να παντρευτούμε

Είμαι γριά και χόντρυνα, δεν θέλω παραιτούμαι

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Γλύτωσα απ' το έμφραγμα ήταν θεού σημάδι

ζευγάρι εμείς θα είμαστε μέχρι αύριο το βράδυ

ΑΣΤΕΡΩ

Η Γκόλφω έχει πρόβλημα την άφησε ο Τάσος

Έφυγε μόνη τριγυρνά μεσ' του Χελμού το δάσος

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Θα ζήσεις μεσ' την άνεση, σε μονοκατοικία

Ζήτω λοιπόν του έρωτα στην Τρίτη ηλικία

ΑΣΤΕΡΩ

Όχι! Είμαι μάνα και πονώ δεν είμαι Σουηδέζα

Και ως γυναίκα έκλεισα, παντρέψου Ουκρανέζα

ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ

Χρόνια και χρόνια σ' έψαχνα και ράγισε η καρδιά μου

Και τώρα με απαρνιέσαι εσύ εδώ καταμουτρά μου;

Το νοιώθω νάτο, έρχεται στον αγαπητικό

Άμα δεν είναι συγκοπή είναι εγκεφαλικό

(Παραπαίει)

Πάω στη στάνη στο μαντρί νομίζω πως πεθαίνω

Να κάνω άλλη δήλωση πλέον δεν προλαβαίνω

Πληρώνω τους λογαριασμούς στο κράτος και τον φόρο

Δεν δικαιούμαι τώρα εγώ ένα ασθενοφόρο;

Φεύγει παραπατώντας.

Ακούγεται ήχος ασθενοφόρου

ΑΣΤΕΡΩ

Στα νιάτα του με πρόδωσε που ήμουνα κοπέλα

Τώρα το παίζει τζόβενο και ας φοράει μασέλα;

Γκόλφω, Γκόλφω ...;

Φεύγει φωνάζοντας την Γκόλφω

ΣΚΗΝΗ 7Η

Η Σταυρούλα κάνει πρόβα νυφικού.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Τον παίρνω τον παντρεύομαι

ζήλια ψώρα ζήλια ψώρα

αυτόν που ονειρεύομαι

ήρθε η ώρα ζήλια ψώρα

ΡΕΦΡΑΙΝ

Το χρήμα έχει ομορφιά

Και όλοι το θέλουν όλοι

Όμορφη αν είναι η φτωχιά

Έχει άσχημο πορτοφόλι

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Πρέπει το γάμο να βιαστώ, νοιώθω ανακατωσούρες

Μπορεί να είμαι έγκυος και να' χω άλλες σκοτούρες

Φεύγει.

ΓΚΟΛΦΩ ΟΦΦ

Τάσο ...;. Τάσο ...;. Τάσο

ΒΛΑΣΗΣ OFF

Οι σκηνές που ακολουθούν είναι πολύ δραματικές

Όποιος δεν μπορεί να τις αντέξει ας πάει μια βόλτα.

Ανακεφαλαιώνουμε για όσους είχαν πάει προς νερού τους.

Ο Τάσος αρνήθηκε την Γκόλφω και παντρεύεται την Σταυρούλα.

Η Γκόλφω έμαθε το κακό μαντάτο και τριγυρνά στο όρος του Χελμού σχεδόν τρελή. Δηλαδή μισότρελη. Αστραπές βροντές.

Ακούγονται αστραπές και βροντές.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΚΗ

ΣΚΗΝΗ 8Η

Μπαίνει ο Άμλετ κρατώντας την νεκροκεφαλή.

ΑΜΛΕΤ

Να ζει κανείς η να μην ζει ιδού η απορία

Η εμφάνιση μου είν' άσχετη δεν έχει σημασία

Είμαι ο Άμλετ ο γνωστός και έχω απορίες

Ποιος έκατσε και έγραψε αυτές τις αηδίες;

Σαίξπηρ γιατί δεν διάλεξε ο θίασος να παίξει

Έργο κουλτουριάρικο και το κοινό να τρέξει

Μπαίνει η Γκόλφω με τα μαλλιά ξέπλεκα να φτάνουν μέχρι τα πόδια της τρελαμένη.

ΓΚΟΛΦΩ

Τάσο ...; Τάσο ...;.

Δεν ξέρω ούτε που βρίσκομαι, ούτε και που πηγαίνω

Είμαι ακόμα ζωντανή μα προσεχώς πεθαίνω.

ΑΜΛΕΤ

Αυτή ποια είναι η τρελή, στην Οφηλία μοιάζει

Όμως είναι ατάλαντη σαν καρακάξα κράζει

ΓΚΟΛΦΩ

Ποιος είσαι ξένε που κρατάς την νεκροκεφαλή

Μ' αρέσουνε τα δόντια της άσπρα είναι πολύ

ΑΜΛΕΤ

Τα' πλενε καθημερινά δεν είχε τερηδόνα

Γι' αυτό ετούτη η κεφαλή έχει καλή εικόνα

Τα δόντια είναι φυσικά δεν είναι ετούτα θήκες

Κοίτα πως διατηρήθηκαν στου τάφου τις συνθήκες

ΓΚΟΛΦΩ

Ποιος είσαι και εμφανίστηκες σε τούτη τη σκηνή;

Γκόλφω με λένε άγνωστε και είμαι ορφανή.

ΑΜΛΕΤ

Πάλι επιβεβαιώνεται του ποιητή η ρήση

Να ζει κανείς η να μη ζει πια είναι η δική σου κρίση;

ΓΚΟΛΦΩ

Νομίζω πως το έργο μας θες να το πάς αλλού

Ντροπή σου την παράσταση την έκανες τουρλού

Εσύ εδώ πως βρέθηκες και διέκοψες τη δράση

Κανονικά θα έπρεπε να τρέχω μες τα δάση

ΑΜΛΕΤ

Έπαιζα σε ένα ΔΗΠΕΘΕ αλλά κοινό δεν είχα

Άσε που δεν μου βάζανε τα ένσημα του ΙΚΑ

Είδα κόσμο και σκέφτηκα της τέχνης βρήκα γήπεδο

Με Σαίξπηρ θα ανεβάσουμε λιγάκι το επίπεδο

ΓΚΟΛΦΩ

Τα νεύρα μου, μαζέψτε τον αμέσως από δω

Πάνω σε τούτη τη σκηνή να μην τον ξαναδώ

Μπαίνει ο Βλάσης

ΒΛΑΣΗΣ

Βλέπεις εκείνη τη σκιά στο βάθος περπατάει

Άμλετ είν' ο πατέρας σου και σε αναζητάει

ΑΜΛΕΤ

Πατέρα! Πατέρα!

Να ζει κανείς η να μην ζει; Ιδού η απορία

Νομίζω με ειρωνεύεται στο βάθος η κυρία

Φεύγει μαζί με τον Βλάση

ΓΚΟΛΦΩ

Πάμε πάλι στην προηγούμενη σκηνή. Μη χέσω!

Γίνεται η προηγούμενη σκηνή ανάποδα και φτάνουμε στον Βλάση

ΣΚΗΝΗ 9Η

ΒΛΑΣΗΣ

Οι σκηνές που ακολουθούν είναι πολύ δραματικές

Όποιος δεν μπορεί να τις αντέξει ας πάει μια βόλτα.

Ανακεφαλαιώνουμε για όσους είχαν πάει προς νερού τους.

Ο Τάσος αρνήθηκε την Γκόλφω και παντρεύεται την Σταυρούλα.

Η Γκόλφω έμαθε το κακό μαντάτο και τριγυρνά στο όρος του Χελμού σχεδόν τρελή. Δηλαδή μισότρελη. Αστραπές βροντές.

Ακούγονται αστραπές και βροντές.

ΣΚΗΝΗ 10Η

Η Γκόλφω σε τρελή κατάσταση.

ΓΚΟΛΦΩ

Χάρε που είσαι, δεν ακούς ζωή δεν έχω έλα

Έλα να πάρεις την ψυχή από ανύπαντρη κοπέλα

(Κοιτάζει στο Βάθος).

Χάρε. Που είσαι χάρε;

Μπαίνει ο Χάρος. Ακούγεται το ρεφραίν του τραγουδιού

«Κόπα καμπάνα». Ο Χάρος χορεύει.

Κάθε φορά που λέει έναν τρόπο που θα αυτοκτονήσει ο χάρος την πλησιάζει και βγάζει τα ανάλογα σύνεργα.

Όταν μετανιώνει απομακρύνεται

ΓΚΟΛΦΩ

Να πάω να πέσω από ψιλά. Για να αυτοκτονήσω

Αν πέσω όμως στα μαλακά ίσως μπορεί να ζήσω

Καλύτερα με ένα σχοινί να φτιάξω μια θηλιά

Η μήπως δηλητήριο να πάρω μια γουλιά;

Όχι! Πιστόλι πάω εγώ τώρα να αγοράσω

Μια σφαίρα την καρδούλα μου Χάρε θα την κεράσω.

Σημάδι εγώ δεν έμαθα, δεν ξέρω από πιστόλια

Αν αστοχήσω χάρε μου κι άλλους χτυπήσουν βόλια;

Αχ! Ένα μαχαίρι δίκοπο φέρτε μου τροχισμένο

Πεθαίνω τώρα χάρε μου άλλο δεν περιμένω.

Όχι! Μαχαίρι δίκοπο, το αίμα με τρομάζει

Λένε το δηλητήριο τα μέσα σου τα βράζει

Πολύ προβληματίζομε και έχω αμηχανία

Πράγμα δεν είναι εύκολο μια αυτοκτονία.

Το βρήκα στο ποτάμι θα πέσω να πνιγώ

Όμως ξέρω κολύμπι και στην ακτή θα βγω

Αν θέλετε βοηθήστε με πέστε μου έναν τρόπο

Κρίμα μόνη να σκέφτομαι μπείτε κι εσείς στον κόπο

(Μιλάει σαν σε δημοπρασία).

Κρεμάλα προτείνει ο κύριος στην δέκατη σειρά.

Τροχαίο η τέταρτη σειρά. Να πέσω στις γραμμές του τραίνου η πέντε.

Αχ δεν ξέρω. Είμαι σε δίλημμα μεγάλο

Προτείνετε και κανέναν τρόπο άλλο

ΧΑΡΟΣ

Ελόου. Αφού δεν το έχεις αποφασίσει γιατί με καλείς;

Έχουμε και δουλειές. Μυστήριο πράγμα ο αναποφάσιστος.

Φεύγει ο χάρος

ΣΚΗΝΗ 11Η

Μπαίνει ο Τάσος τον βλέπει η Γκόλφω και του κλείνει το δρόμο.

ΓΚΟΛΦΩ

Τάσο! Στάσου!

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω!

ΓΚΟΛΦΩ

Δεν είμαι η Γκόλφω άσπλαχνε αλλά το φάντασμά της

Νόμιζα είσαι τίμιος μα είσαι ακαμάτης

Ψάχνω να βρω εκείνονε που κάποτε αγαπούσα

Που ήταν ο Ερωτόκριτος κι εγώ η Αρετούσα

Μουσική του Ερωτόκριτου.

Η Γκόλφω βγάζει μια λύρα κρητικιά και παίζει

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΓΚΟΛΦΩ

Τα 'μαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα

που ο κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα

Και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω

και πώς να ζήσω δίχως σου, στο ξορισμόν εκείνο'

Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσαν

κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου σ' ότι ακούσαν

ΤΑΣΟΣ

Έπαθες κάποια σύγχυση; Δεν σε καταλαβαίνω

Στον ράφτη έχω ραντεβού, φεύγω δεν προλαβαίνω

ΓΚΟΛΦΩ

Που είναι η ευτυχία μου, που πήγε η χαρά μου;

Τα σωθικά μου καίγονται, πονάν τα εντόσθια μου

ΤΑΣΟΣ

Μήπως Γκόλφω αρρώστησες, χρειάζεσαι γιατρό;

ΓΚΟΛΦΩ

Μην πλησιάζεις άπονε θα πάρω το εκατό

ΤΑΣΟΣ

Άκου να δεις κοπέλα μου δεν κρύβομαι στην ζούλα

Σε λίγο εγώ παντρεύομαι και παίρνω τη Σταυρούλα

ΓΚΟΛΦΩ

Κατάρα ρίχνω Τάσο μου κι ας σ' αγαπώ ακόμα

Ήμουν κορίτσι τρυφερό και μ' έχεις κάνει πτώμα

ΤΑΣΟΣ

Φεύγω σου λέω, άνοιξε το δρόμο να διαβώ

Έχω να πάω για κούρεμα κι όλο χρονοτριβώ

ΓΚΟΛΦΩ

Σου κάνω μια ερώτηση που θα αποβεί μοιραία

Αλλάζεις γνώμη Τάσο. Η πάς για τον κουρέα;

ΤΑΣΟΣ

Όχι. Δεν αλλάζω.

ΓΚΟΛΦΩ

Οχιά τώρα, δεντρογαλιά, μαχαίρι να σε φάει.

Αλλάζεις γνώμη;

ΤΑΣΟΣ

Όχι!

ΓΚΟΛΦΩ

Τα δάκρια που έχυσα για σε ...; Αλλάζεις γνώμη;

ΤΑΣΟΣ

Όχι!

ΓΚΟΛΦΩ

Άκαρδε! Αλλάζεις σε μένα να γυρίσεις;

ΤΑΣΟΣ

Είπα όχι.

ΓΚΟΛΦΩ

Είπες όχι; Είπες όχι;

ΤΑΣΟΣ

Ναι είπα όχι.

ΓΚΟΛΦΩ

Είπες όχι; Τι λέω πάρα κάτω;

Μπαίνει ο Βλάσης στην κουίντα.

ΒΛΑΣΗΣ

Κατάρες. Άρχισε τις κατάρες. (Φεύγει).

ΓΚΟΛΦΩ

Ναι κατάρες ...;.

Τα δάκρια που έχυσα προδότη εγώ για σένα

Κάθε μια σταλαγματιά, κάθε ρανίδα κι ένα

Φίδι να γίνει δίγλωσσο, τρικέφαλη σαΐτα

Να πέσουνε τα δόντια σου, να ασπρίσει το μαλλί σου

Να μην στεριώσεις σπιτικό, ρημάδι το τσαρδί σου

ΤΑΣΟΣ

Στους λόγγους στ' άγρια βουνά

ΓΚΟΛΦΩ

Απάνω σου προδότη.

Να ξεραθούν τα χείλη σου, να χάσεις τη λαλιά σου

Και καρακάξες μοναχά να θέλουν τα φιλιά σου.

ΤΑΣΟΣ

Στα Όροι στ' άγρια βουνά

ΓΚΟΛΦΩ

Απάνω σου προδότη.

ΤΑΣΟΣ

Φεύγω

ΓΚΟΛΦΩ

Που πάς δεν τελείωσα.

Να πάθεις ένα τρέμουλο και να κρατάς μαγκούρα

Και να' χεις στο μουστάκι σου συνέχεια φαγούρα

ΤΑΣΟΣ

Στα Όροι στ' άγρια βουνά

ΓΚΟΛΦΩ

Απάνω σου προδότη.

Το ένα μάτι δεξιά μόνο του να αγναντεύει

Και τα' άλλο προς τα' αριστερά εμένα να γυρεύει

ΤΑΣΟΣ

Στα Όροι στ' άγρια βουνά

Φεύγω μάγισσα.

Αστραπές, βροντές. Ο Τάσος φεύγει τρομαγμένος. Η Γκόλφω γελάει δυνατά.

ΓΚΟΛΦΩ

Είμαι τελείως άρρωστη, δεν θέλω γιατρικά

Την έκανε η αγάπη μου άλλα Γαλλικά.

Χαμηλώνουν τα φώτα και η Γκόλφω στο κέντρο της σκηνής τραγουδάει το «NON JE NE REGRETTE RIEN» της Εντίθ Πιάφ.

ΣΚΗΝΗ 12Η

Μπαίνει ο Ζήσης και ο Βλάσης κρατώντας ένα μεγάλο κατάλογο.

ΖΗΣΗΣ

Όλα της τα ετοίμασα, έτοιμος και ο κατάλογος

Με τέτοια πολυτέλεια κι ο κόσμος θα΄νε ανάλογος

Διάβασε ποιους προσκάλεσα Βλάση για της χαρές

Ποιοι διάσημοι σελέμπριτις θα έρθουνε τώρα πες

ΒΛΑΣΗΣ

Ο Ψηνάκης είπε πως θα' ρθεί με την Αλεξανδράτου

Θα' ρθουν με ελικόπτερο ξημέρωμα Σαββάτου

Η Στάη λέει δεν μπορεί γιατί έχει το δελτίο

Θα στείλει για την κάλυψη όμως το συνεργείο

Καλέσαμε Λαζόπουλο και ήθελε να' ρθούση

Όμως είπε του τελείωσε το φούμο για το μούσι

Ο Μάκης μάλλον σίγουρα θα παραστεί και τρέμω

Αν μάθει πως καλέσαμε ταυτόχρονα τον Θέμο

Κούγια μην περιμένετε έχει δίκη στη Γαστούνη

Καλέσαμε την πρώην του, μην φάει κανα τακούνι

ΖΗΣΗΣ

Τριάντα αρνιά θα σφάξουμε και το μεγάλο βόδι

Θα'χω κλαρίνα και βιολιά θα τραγουδήσει η Θώδη

Ακούγεται το 'Αφαρλαμορε κομιτσετου'. Τραγουδάει ο Βλάσης

ΖΗΣΗΣ

Ο θείος έχω ταραχή σκέφτομαι το μυστήριο

Βλάση η φουστανέλα σου θέλει καθαριστήριο

ΒΛΑΣΗΣ

Είναι μεγάλες οι στιγμές Τσέλιγκα συγκινήθηκα

Χθες βράδυ που κοιμόμουνα τον Κίτσο εθυμήθηκα

ΖΗΣΗΣ

Βλάση τον Κίτσο ξέχνα τον, τα εγκόσμια αφήνει

Την γκλίτσα την παράτησε και έπιασε κομποσκοίνι

Χαμηλώνουν τα φώτα.

ΣΚΗΝΗ 13Η

Οι Προηγούμενοι μένουν ως ταμπλό βιβάν στην σκηνή.

Βλέπουμε τον Κίτσο με ράσο καλόγερου και ένα μεγάλο κομποσκοίνι.

Ακούγεται το τραγούδι «JesusChrist». Ακολουθεί χορευτικό.

Η μουσική μεταλλάσσεται και ένα κλαρίνο δεσπόζει πλέον που αυτοσχεδιάζει.

ΣΚΗΝΗ 14Η

Η Αστέρω ψάχνει την Γκόλφω

ΑΣΤΕΡΩ

Γκόλφω. Γκόλφω.

Μέσα στα δάση του Χελμού γυρνάει σαν ξωτικό

Έχει σαλέψει η κόρη μου που να' βρω γιατρικό;

Ανάθεμα στα πλούτοι τους, κατάρα στη Σταυρούλα

Την Γκόλφω ο Τάσος άφησε και παίρνει μια τσούλα

Γκόλφω. Γκόλφω.

Που να την ψάξω η καψερή, που να' χει πάει τώρα

Είμαι γριά κι ανήμπορη έχει και ανηφόρα

Ελπίζω πως θα διδαχθούν οι κοπελιές απόψε

Χωρίς στεφάνι μην δοθείς του ανδρός το βήχα κόψε.

Εμφανίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος. Ντυμένος όπως η σχετική φιγούρα στον καραγκιόζη.

ΑΣΤΕΡΩ

Εσύ ποιος είσαι κι από πού βρέθηκες στο Χελμό;

Σε είδα και ξαφνιάστηκα κι έχασα τον ειρμό

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ώστε λοιπόν ξεχάστηκα δεν με αναγνωρίζεται

Γι'αυτό και εις τους σκοπιανούς το όνομα χαρίζετε;

Ο Μέγας είμαι Αλέξανδρος και ήρθα εδώ εκτάκτως

Το έργο είναι πολιτικό πολύ βαθιά στο βάθος

ΑΣΤΕΡΩ

Τώρα εσύ τι τσαμπουνάς δεν σε καταλαβαίνω

Ψάχνω την Γκόλφω, χάθηκε, φεύγω δεν προλαβαίνω

Φεύγει η Αστέρω

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Η Γκόλφω επροδόθηκε σαν την Μακεδονία

Και πέσαν όλοι επάνω της με λύσσα και μανία

Στην Ιστορία αν ψάξετε θα βρείτε κι έναν Τάσο

Που άλλα υποσχέθηκε κ' ύστερα πήγε πάσο

Το ξέρω με κοιτάτε όλοι με απορία

Ίσως οι περισσότεροι και με αδιαφορία

Όμως αν σας ρωτήσει στο πέλαγο η γοργόνα

Πείτε της ο Αλέξαντρος πως ζει εδώ ακόμα

Στο έργο την παρουσία μου πάρτε την σαν παράβαση

Και δήξτε στον αρχαίο ολίγη συγκατάβαση

Σφυρίζει το «Μακεδονία Ξακουστή»
Φεύγει στο βάθος

ΣΚΗΝΗ 15Η

Ο Βλάσης προς τον κόσμο

ΒΛΑΣΗΣ

Τα αστεία πλέον τέλειωσαν και πάμε για το γάμο

Έχω πολλές τώρα δουλειές και τρέχω να προκάμω

Πάντως δεν το περίμενα ο Τάσος να ενδώσει

Να πάρει την Σταυρούλα και την Γκόλφω να προδώσει

Κάνω μια παρένθεση κι ευθύς εσάς ρωτάω

Προσέξτε τι θα πείτε στα μάτια σας κοιτάω

Θέλετε να παντρευτεί ο Τάσος την Σταυρούλα;

Όσοι θέλουν ας χειροκροτήσουν.

Τώρα όσοι θέλουν να παντρευτεί τη Γκόλφω να φωνάξουν το όνομα της.

Κι εγώ με σας είμαι αλλά ...;. Κλείνω την παρένθεση.

Σύνοδο βλέπω κορυφής εκεί ψιλά στο βάθος

Ο Ζήσης είν' ο Τσέλικας και δίπλα του ο Τάσος

Φεύγει

ΣΚΗΝΗ 16Η

Ο Τάσος με τον Ζήση έρχονται απ' το βάθος. Ακολουθεί αντρίκια κουβέντα.

ΖΗΣΗΣ

Το ριζικό το θέλησε να μπεις στο σπιτικό μου

Δεν είσαι πλέον παραγιός, είσαι παιδί δικό μου

ΤΑΣΟΣ

Κυρ Ζήση!

ΖΗΣΗΣ

Όχι Κυρ Ζήση τώρα ποια, θείο σου θα με λες

Γίνεσαι ένας από μάς και θα'χεις ότι θες

Το ξέρεις είμαι πλούσιος κι εσύ τώρα θα γίνεις

διαλέγεις απ' την κάβα μου και ότι θέλεις πίνεις

ΤΑΣΟΣ

Που να το φανταζόμουνα ένας γιδοβοσκός

Πως θα γινόμουν πλούσιος εγώ ο νηστικός

ΖΗΣΗΣ

Έλα πλησίασε ορέ έλα να σ' αγκαλιάσω

Αγκάλιασε τον θείο σου, σκύψε για να σε φτάσω

(Αγκαλιάζονται).

Αναλογίες τέλειες, κορμί σαν ελατήριο

Πως έκτισες τέτοιο κορμί, πηγαίνεις γυμναστήριο;

ΤΑΣΟΣ

Το πάν είναι η διατροφή, κάνω και λίγα βάρη

Πρέπει να χάσω δύο κυλά που απ' το ποτό έχω πάρει

ΖΗΣΗΣ

Σταυρούλα είσαι τυχερή παίρνεις νταβραντισμένο

Του γάμου το κρεβάτι σας θα είναι ενισχυμένο

Και πότε λες για τον γάμο;

ΤΑΣΟΣ

Όποτε θες θείε. Διάλεξε ημερομηνία

ΖΗΣΗΣ

Τι λες για της Παναγίας;

ΤΑΣΟΣ

Της Παναγίας λοιπόν.

ΖΗΣΗΣ

Ας πάει και το παλιάμπελο

Μουσική. Κλαρίνα.

ΣΚΗΝΗ 17Η

Μουσική.

Το φόντο δείχνει το χωριό. Οι ηθοποιοί μεταφέρουν τραπέζια και καρέκλες στην σκηνή.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΟΛΟΙ

Σήμερα έχουμε γιορτή

Χαρές και πανηγύρια

Ο Τάσος την παντρεύεται

Τσουγγρίστε τα ποτήρια

ΖΗΣΗΣ

Ελάτε ορέ στο γλέντι μας

Μην κάθεστε εκεί πέρα

Ελάτε μπείτε στο χορό

Παντρεύω περιστέρα

ΡΕΦΡΑΙΝ

ΟΛΟΙ

Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

Κι ο θείος τους ο Ζήσης

Την προίκα ο Τάσος σίγουρα

Θε να την αυγατίσει

ΕΝΑΣ

Να σου ζήσουν κυρ Ζήση

ΖΗΣΗΣ

Ευχαριστώ και στους ανύπαντρους.

Ο Τάσος παίρνει όμορφη, παίρνει κόρη παρθένα

Σταυρούλα χέρι αντρικό δεν έπιασε κανένα

Θα ρίξω δέκα ντουφεκιές την πρώτη νύχτα γάμου

Όταν σεντόνι κόκκινο πετάξουν εδώ χάμου

Μπαίνει ο Τάσος.

ΟΛΟΙ

Ο Γαμπρός! Ο γαμπρός!

ΖΗΣΗΣ

Καλώς το νιό τον όμορφο που παίρνει περιστέρα

Έλα γαμπρέ εδώ κοντά εσείς κάντε ποιο πέρα

ΤΑΣΟΣ

Μπάρμπα μου τηλεφώνησαν και μου' ρθε ένας ταμπλάς

Τελείως μυστηριωδώς χάθηκε ο παπάς

ΖΗΣΗΣ

Τι είπες ορέ; Που χάθηκε ο πάτερ Ιωσήφ;

ΤΑΣΟΣ

Τρείς χωριανοί τον είδανε να κυνηγάει κοτσύφ

Μετά από τα μάτια τους εχάθηκε τελείως

Χωρίς παπά στην εκκλησιά αισθάνομαι γελοίος

ΖΗΣΗΣ

Χωρίς παπά δεν γίνεται του γάμου το μυστήριο

Θα είναι οικοδόμημα χωρίς θεμέλια χτίριο

ΤΑΣΟΣ

Μήπως να αναβάλουμε το γάμο για αργότερα;

ΖΗΣΗΣ

Τι λες; Ήρθαν οι σελέμπριτις με κούρσες κι ελικόπτερα

ΤΑΣΟΣ

Ίσως σημάδι είναι αυτό για γάμου αναβολή

Απ' το πρωί εφάνηκε η μέρα είναι κουλή

ΖΗΣΗΣ

(Στον κόσμο).

Αν στο κοινό ευρίσκεται τυχόν ένας παπάς

Παρακαλώ να έρθει εδώ χωρίς περιστροφάς

ΤΑΣΟΣ

Δεν βλέπω ρασοφόρο ανάμεσα στο πλήθος

Νοιώθω κι ένα πλάκωμα εδώ μπροστά στο στήθος

ΖΗΣΗΣ

Ο Κύριος με τα γένια θα κάνει το μυστήριο

Φέρτε μου ένα ράσο από το φροντιστήριο

Σηκώνουν κάποιον από το κοινό με γένια κάποιος φέρνει ένα ράσο, του το φοράνε.

ΖΗΣΗΣ

Έτοιμος, ήρθε κι ο παπάς. Εμπρός πάτερ ξεκίνα

ΤΑΣΟΣ

Αν είναι αυτός εδώ παπάς εγώ είμαι απ' την Κίνα

ΟΛΟΙ

Η Νύφη. Έρχεται η Νύφη.

Μουσική. Το γαμήλιο εμβατήριο παιγμένο από κλαρίνο

Μπαίνει η Σταυρούλα με νυφικό και μια μεγάλη κοιλιά εγκύου

ΖΗΖΗΣ

Τι βλέπω ο αρχιτσέλικας η νύφη καστρομένη;

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Εγώ θείε δεν ήθελα αλλά ο Τάσος να επιμένει

ΤΑΣΟΣ

Δεν είχα τέτοια πρόθεση, στιγμιαίο ήταν λάθος

Την όμορφη αντίκρισα και μ' έπιασε ένα πάθος

ΖΗΣΗΣ

Βρίσκομαι προ εκπλήξεως μου'ρθε ο ουρανός καπάκι

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Ας γίνει το μυστήριο κλοτσάει το παιδάκι

ΖΗΣΗΣ

Παπά άντε ξεκίνησε του γάμου το μυστήριο

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Άντε πριν η δεξίωση γίνει στο μαιευτήριο

Μπαίνει Ο Λόρδος Γκέι με κοιλιά εγκύου.

ΛΟΡΔΟΣ

Πλιζ μην ξεκινήσετε νο όχι το γάμο τώρα

Τάσος θυμάσαι που με ξάπλωσες εκεί στο ανηφόρα;

Τώρα περιμένω δίδυμα θα γίνω εγώ μητέρα

Και τα παιδιά μου θέλουνε να έχουνε πατέρα

ΖΗΣΗΣ

Όχι δεν είναι δυνατόν αυτό που βλέπω εμπρός μου

Άντρα άφησε έγκυο ο μέλλοντας γαμπρός μου;

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Ζαλίζομαι, παραπατώ, τι έπαθα η Σταυρούλα

Πάω να μπω σε μια σπηλιά για να κρυφτώ η μαυρούλα

ΤΑΣΟΣ

Σταυρούλα

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ

Το όνομα μου ξέχνα το για σένα δεν υπάρχω

Κοιτάξτε ποιον εδιάλεξες ανταγωνίστρια να' χω

Φεύγει η Σταυρούλα

ΖΗΣΗΣ

Ορέ δώσε εξήγηση, εδώ μιλάω, έι

Η υπόθεση ανάλυση θέλει του DNA

ΤΑΣΟΣ

Θείε!

ΖΗΣΗΣ

Ο άντρας πρώτα σκέφτεται που βάζει υπογραφή

Αυτός δεν είναι γάμος είναι καταστροφή

Φεύγει ο Ζήσης

ΤΑΣΟΣ

Οϊμέ οι κατάρες πιάσανε, αδίκησα ορφανό

ΛΟΡΔΟΣ

Τάσο μην μελαγχολείς δεν πρέπει όχι, νό

ΤΑΣΟΣ

Φύγε κι εσύ από δω κι έλα στα συγκαλά σου

Ψάξ' το, από κάποιο φούσκωμα επρήστηκε η κοιλιά σου

ΛΟΡΔΟΣ

Τάσος

ΤΑΣΟΣ

Φύγε, μόνο αφήστε με, η μοναξιά μου αρχίζει

ΛΟΡΔΟΣ

Φεύγω όμως ηρέμισε σου λέω Τάσος ίζι

Φεύγει ο Λόρδος

ΤΑΣΟΣ

Να' μαι λοιπόν μονάχος μου ετούτο μου αξίζει

Πίκρα όποιος σπέρνει σ' άλλονα την μοναξιά θερίζει.

Τη Γκόλφω την αδίκησα ήθελα πλούτοι, δόξα

Δεν ξέρω τι με έπιασε, μια πετριά μια λόξα

Τάσο ήρθε η ώρα σου όλα να τα πληρώσεις

Που είσαι λοιπόν μαχαίρι μου βαθιά να με πληγώσεις;

Βγάζει το μαχαίρι και το υψώνει.

ΤΑΣΟΣ

Πάμε για αποθέωση με μια σκηνή κρεσέντο

Ήταν η Γκόλφω ο πλούτος σου και τώρα φαλιμέντο

Για λούσα και για χρήματα είχα μια βουλιμία

Κι έκανα στην αγάπη μου μεγάλη ατιμία

Πεθαίνω τώρα χάνομαι και συναντώ το χάρο

Την μαύρη μου την ερημιά γυναίκα μου θα πάρω

Μπαίνει η Γκόλφω με κοιλιά εγκύου. Τρέχει και πιάνει το χέρι του Τάσου που κρατάει το μαχαίρι.

ΓΚΟΛΦΩ

Όχι! Δεν πρέπει Τάσο μου να πάρεις την ζωή σου

Αυτό που βλέπεις στην κοιλιά δικό σου είναι, παιδί σου

ΤΑΣΟΣ

Άσε με δεν αξίζω δεύτερη ευκαιρία

Αλήτικα σου φέρθηκα, εσύ ήσουνα κυρία

ΓΚΟΛΦΩ

Εγώ πάντα θα σ' αγαπώ και δεν αλλάζω γνώμη

ΤΑΣΟΣ

Είμαι ένα υποκείμενο, αυτοκτονώ, συγνώμη

ΓΚΟΛΦΩ

Όχι σου λέω το παιδί θέλει κι έναν πατέρα

(Στον κόσμο)

Ελάτε αποτρέψτε τον τι κάνετε εκεί πέρα;

ΤΑΣΟΣ

Όμως να ξέρεις έσπειρα κι αλλού ένα παιδί

και η Σταυρούλα η μάννα του δεν θέλει να με δει

ΓΚΟΛΦΩ

Μην λες αυτό το όνομα, όχι τα ίδια πάλι

Τάσο εγώ εγνώρισε και βλέπω τον Πασχάλη

Όμως το αποδέχομαι, να το αναγνωρίσεις

Διά προσεχώς θα' χεις παιδιά γι' αυτό πρέπει να ζήσεις

ΤΑΣΟΣ

Γκόλφω αποδεικνύεται ο πλούτος της καρδιάς σου

ΓΚΟΛΦΩ

Δεν είμαι οπισθοδρομική είν' όλα τους παιδιά σου

ΤΑΣΟΣ

Ελάτε όλοι στη εκκλησιά είστε προσκεκλημένοι

ΓΚΟΛΦΩ

Επιτέλους με παντρεύεται τι τράβηξα η καημένη

Μουσική Φεύγουν στο βάθος

Μπαίνει ο Βλάσης

ΒΛΑΣΗΣ

Ελάτε ορέ μην κάθεστε εμπάτε στο χορό

Και οι κοπελιές μην ντρέπεστε κοιτάτε τι φωρώ

Υπάρχουν κι άλλοι στο χωριό που έχουν ομορφάδα

Κοίτα μουστάκι, τσαχπινιά κοίτα κορμί λαμπάδα

Φεύγω πάω στην εκκλησιά κουφέτα για να πάρω

Με θέλουν οι μελλόνυμφοι δεν έχουνε κουμπάρο

ΜΟΥΣΙΚΗ

Βγαίνει ο Θίασος

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΟΛΟΙ

Στου Χελμού το όμορφο βουνό

Τα πουλάκια κελαηδούν πουρνό- πουρνό

Μες τα έλατα και δίπλα στις πηγές

Την αγάπη αναζητάνε οι καρδιές

Ένας νέος αγάπησε πολύ

Άλλο τόσο τον αγάπησε κι αυτή

Κοιταχτήκαν, φιληθήκανε στην στρούγκα

Δεν το έμαθε κανείς την κάναν μούγκα

Όπως πάντα κι όπως είναι λογικόν

Στη μέση μπήκε το οικονομικόν

Δίχως φράγκο δεν στεριώνει το στεφάνι

Και ο έρωτας τη νοστιμιά του χάνει.

Ένας τρίτος με κομπόδεμα εμφανίσθει

Και το ζεύγος απ' τον πλούτο εζαλίσθει

Γιατί όπως λέει η παλιά η παροιμία

Είναι δύσκολη η αγάπη δίχως μία.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Γκόλφω forever

εμπόδια never

για όλα υπάρχει το γιατρικό

Γκόλφω forever

Δεν έχει never

Η αγάπη είναι το μυστικό

Γκόλφω forever

Και όχι never

Και το φινάλε είναι γλυκό.(Δις).

ΤΕΛΟΣ

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά



Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά

Μ΄ ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ΄ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ΄ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τι γυαλόπετρες φούχτες
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ΄ τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;
-Θόη θόη θμος
- Ε; Τι;
- Αρίηω ηθύμως θμος
- Δεν άκουσα τι πράγμα;
- Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα΄ να μ΄ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Οδυσσέα Ελύτη - Η Μαρίνα των βράχων










Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ


'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ


Η ΓΕΝΕΣΙΣ>



Στην αρχη το φως και η ωρα η πρωτη
που τα χειλη ακομη στον πηλο
δοκιμαζουν τα πραγματα του κοσμου
Αιμα πρασινο και βολβοι στη γη χρυσοι
Πανωραια στον υπνο της απλωσε και η θαλασσα
γαζες αιθερος τις αλευκαντες
κατω απο τις χαρουπιες και τους μεγαλους ορθιους φοινηκες
Εκει μονος αντικρισα
τον κοσμο
κλαιγοντας γοερα
Η ψυχη μου ζητουσε Σηματωρο και Κηρυκα
Ειδα τοτε θυμαμαι
τις τρεις Μαυρες Γυναικες
2.
vα σηκωνουν τα χερια κατα την Ανατολη
Χρυσωμενη τη ραχη τους και το νεφος που αφηναν
λιγο-λιγο σβηνοντας
δεξια Και φυτα σχηματων αλλων
Ηταν ο ηλιος με τον αξονα του μεσα μου
πολυαχτιδος ολος που καλουσε Και
αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
Ενιωσα ηρθε κι εσκυψε
πανω απο το λικνο μου
ιδια η μνημη γιναμενη παρον
τη φωνη πηρε των δεντρων, των κυματων:
"Εντολη σου, ειπε, αυτος ο κοσμος
και γραμμενος μες τα σπλαχνα σου ειναι
Διαβασε και προσπαθησε
και πολεμησε" ειπε
"Ο καθεις και τα οπλα του" ειπε
Και τα χερια του απλωσε οπως κανει
νεος δοκιμος Θεος για να πλασει μαζι αλγηδονα3 και ευφροσυνη.
Πρωτα συρθηκαν με δυναμη
και ψηλα πανω απο τα μπεντενια ξεκαρφωθηκαν πεφτοντας
οι Εφτα Μπαλταδες
κατα πως η καταιγιδα
στο σημειο μηδεν οπου ευωδιαζει
απ' αρχης παλι ενα πουλι
καθαρο παλιννοστουσε το αιμα
και τα τερατα επαιρναν την οψη του ανθρωπου
Τοσο ευλογο το Ακατανοητο
Ψστερα και οι ανεμοι ολης της φαμιλιας μου εφτασαν
τ' αγορια με τα φουσκωμενα μαγουλα
και τις πρασινες ουρες ομοια Γοργονες
και οι αλλοι γεροντες γνωριμοι παλαιοι οστρακοδερμοι γενειοφοροι
Και το νεφος εχωρισαν στα δυο Και αυτο παλι στα τεσσερα
και το λιγο που απομεινε φυσηξαν στο Βορρα
Με πλατυ πατησε ποδι στα νερα και αγερωχος ο μεγας Κούλες4
Η γραμμη του οριζοντα ελαμψε
ορατη και πυκνη και αδιαπεραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρωτος υμνος

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο Αχειροποιητος
με το δαχτυλο εσυρε τις μακρινες
γραμμες
ανεβαινοντας καποτε ψηλα με οξυτητα
και φορες πιο χαμηλα οι καμπυλες απαλες
μια μεσα στην αλλη
στεριες μεγαλες που ενιωσα
να μυριζουνε χωμα οπως η νοηση
Τοσο ηταν αληθεια
που πιστα μ' ακολουθησε το χωμα
εγινε σε μεριες κρυφες πιο κοκκινο
και αλλου με πολλες μικρες πευκοβελονες
Υστερα πιο νωχελικα
οι λοφοι οι κατωφερειες
αλλοτε και το χερι αργο σε αναπαυση
τα λαγκαδια οι καμποι
κι αξαφνα παλι βραχοι αγριοι και γυμνοι
δυνατες πολυ παρορμησεις
Μια στιγμη που εσταθηκε να στοχαστει
κατι δυσκολο ή κατι το υψηλο:
ο Ολυμπος, ο Ταϋγετος
"Κατι που να σου σταθει βοηθος
και αφου πεθανεις" ειπε
Και στις πετρες μεσα τραβηξε κλωστες
κι απ' τα σπλαχνα της γης ανεβασε σχιστολιθο
ενα γυρο σ' ολη την πλαγια τα πλατια στερεωσε σκαλοπατια
Εκει μονος απιθωσε
κρηνες5 λευκες μαρμαρινες
μυλους ανεμων
τρουλους ροδινους μικρους
και ψηλους διατρητους περιστεριωνες
Αρετη6 με τις τεσσερις ορθες γωνιες
Κι επειδη συλλοστηκεν ωραια που ειναι στην αγκαλια ο ενας του αλλου
γεμισαν ερωτα οι μεγαλες γουρνες
αγαθα σκυψανε τα ζωα μοσκαρια και αγελαδες
σα να μη ητανε στον κοσμο πειρασμος κανενας
και να μη ειχαν γινει ακομη τα μαχαιρια
"Η ειρηνη θελει δυναμη να την αντεξεις" ειπε
και στροφη γυρω του κανοντας μ' ανοιχτες παλαμες εσπειρε
φλομους κροκους καμπανουλες
ολων των ειδων της γης τ' αστερια
τρυπημενα στο ενα φυλλο τους για σημειο καταγωγης
και υπεροχή και δυναμη

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!
ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακουσω αγερα ή μουσικη
που κινουσα σε ξαγναντο να βγω
(μιαν απεραντη κοκκινη αμμο ανεβαινα
με τη φτερνα μου σβηνοντας την Ιστορια)
παλευα τα σεντονια Ηταν αυτο που γυρευα
και αθωο και ριγηλο σαν αμπελωνας
και βαθυ και αχαραγο σαν η αλλη οψη τ' ουρανου
Κατι λιγο ψυχης μεσα στην αργιλλο
Τοτε ειπε και γεννηθηκεν η θαλασσα
και ειδα και θαυμασα
Και στη μεση της εσπειρε κοσμους μικρους κατ' εικονα και ομοιωση μου:
Ιπποι πετρινοι με τη χαιτη ορθη
και γαληνιοι αμφορεις
και λοξες δελφινιων ραχες
η Ιος η Σικινος η Σεριφος η Μηλος
"Καθε λεξη κι απο 'να χελιδονι
για να σου φερνει την ανοιξη μεσα στο θερος" ειπε
Και πολλα τα λιοδεντρα
που να κρησαρουν7 στα χερια τους το φως
κι ελαφρο v' απλωνεται στον υπνο σου
και πολλα τα τζιτζικια
που να μην τα νιωθεις
οπως δε νιωθεις το σφυγμο στο χερι σου
αλλα λιγο το νερο
για να το 'χεις Θεο και να κατεχεις τι σημαινει ο λογος του
και το δεντρο μοναχο του
χωρις κοπαδι
για να το κανεις φιλο σου
και να γνωριζεις τ' ακριβο του τ' ονομα
φτενο στα ποδια σου το χωμα
για να μην εχεις που ν' απλωσεις ριζα
και να τραβας του βαθους ολοενα
και πλατυς επανου ο ουρανος
για να διαβαζεις μονος σου την απεραντοσυνη

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!
"ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτον αναγκη να τον βλεπεις και να τον λαβαινεις"
ειπε: Κοιταξε! Και τα ματια μου εριξαν τη σπορα
γρηγορωτερα τρεχοντας κι απο βροχη
τα χιλιαδες απατητα στρεμματα
Σπιθες ριζα μες το σκοτος πιανοντας και νερων άξαφνων πιδακες
Η σιγη που εκχερσωνα για ν' αποθεσω
γονους φθογγων και χρησμων φυτρα χρυσα
Το ξιναρι ακομη μες τα χερια μου
τα μεγαλα ειδα κοντοποδα φυτα, γυριζοντας το προσωπο
άλλα υλακωντας άλλα βγαζοντας τη γλωσσα:
Να το σπαραγγι να ο ριθιος
να το σγουρο περσεμολο
το τζεντζεφυλλι και το πελαργονι
ο στυφνος και το μαραθο
Οι κρυφες συλλαβες οπου πασχιζα την ταυτοτητα μου ν' αρθρωσω
"Ευγε, μου ειπε, και αναγνωση γνωριζεις
και πολλα μελλει να μαθεις
αν το Ασημαντο εμβαθυνεις
Και μια μερα θα 'ρθει βοηθους ν' αποκτησεις
Θυμησου:
τον αγχεμαχο Ζεφυρο, το ερεβοκτονο ροδι
τα φλεγομενα ωκυποδα φιλια"
Και ο λογος του χαθηκε σαν ευωδια
Η ωρα εννια χτυπησε περδικα τη βαθεια καρδια της ευφωνιας
αλληλεγγυα σταθηκαν τα σπιτια
και μικρα και τετραγωνα
με καμάρα λευκη και λουλακί πορτοφυλλο
Κατω απ' την κληματαρια
ωρες εκει ρεμβασα
με μικρα-μικρα τιτυβισματα
κοασμους, τρυσμους, το μακρινο κουκουρισμα:
Να το πιπινι να το λελεκι
να το γυφτοπουλι
ο νυχτοπατης και η νεροκοτα
ηταν και ο μπομπιρας εκει και το αλογακι8 που λεν της Παναγιας
Η στερια με τα σκελη μου γυμνα στον ηλιο
και παλι οι δυο θαλασσες
και η τριτη αναμεσα - λεμονιες κιτριες μανταρινιες -
και ο αλλος μαϊστρος με τ' απανω του υψηλο μπογαζι9
αλλοιωνοντας τ' οζονιο10 τ' ουρανου
Χαμηλα στων φυλλων τον πυθμενα
η τριβιδα η λεια
τ' αυτακια των ανθων
κι ο θαλλος ο αδημονωντας και ειναι

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας


Υστερα και το φλοισβο ενοησα και τον μακρυ ατελειωτο ψιθυρο των δεντρων
Ειδα πανω στο μολο αραδιασμενα τα κοκκινα σταμνια
και πιο σιμα στο ξυλινο παραθυροφυλλο
κει που κοιμομουνα με το 'να πλάι
λαλησε πιο δυνατα ο βοριας
Και ειδα
Κορες ομορφες και γυμνες και λειες ωσαν το βοτσαλο
με το λιγο μαυρο στις κοχες των μηρων
και το πολυ και πλουσιο ανοιχτο στις ωμοπλατες
να φυσουν ορθιες μεσα στην Κοχυλα
και αλλες γραφοντας με κιμωλια
λογια παραξενα, αινιγματικα:
ΡΩΕΣ; ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ,
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ; ΥΕΛΤΗΣ11
μικρες φωνες πουλιων και υακινθων
ή αλλα λογια του Ιουλιου
Σημαινοντας οι εντεκα
πεντε οργιες του βαθους
περκες γοβιοι σπαροι
με πελωρια σβαραχνα12 και κοντες πρυμναιες ουρες
Ανεβαινοντας εβρισκα σπογγους
και σταυρους θαλασσης
και λιγνες αμιλητες ανεμωνες
και πιο ψηλα στα χειλη του νερου
πεταλιδες τριανταφυλλιες
και μισανοιχτες πίνες και αρμυρήθρες
"Ακριβα λογια, μου ειπε, ορκοι παλαιοι
που εσωσε ο Καιρος και η σιγουρη ακοη των μακρυνων ανεμων"
Και σιμα στο ξυλινο παραθυροφυλλο
κει που κοιμομουνα με το 'να πλάι
δυνατα στο στηθος μου εσφιξα το μαξιλαρι
και τα ματια μου δακρυα γιοματα
Ημουν στον εκτο μηνα των ερωτων
και στα σπλαχνα μου σαλευε σπορος ακριβος

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας

"ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημια και θα της δωσεις το δικο σου νοημα, ειπε
Πριν απο την καρδια σου 'θα 'ναι αυτη
και μετα παλι αυτη θ' ακολουθησει
Τουτο μονο να ξερεις:
Ο,τι σωσεις μες στην αστραπη καθαρο στον αιωνα θα διαρκεσει"
Και ψηλα πολυ πανω απ' τα κυματα
εστησε τα χωρια των βραχων
Εκει σκονη εφτανε ο αφρος
άπλερη γιδα ειδα να γλειφει τις ρωγμες
με το ματι λοξο και το λιγο κορμι σα χαλαζιας
Εζησα τις ακριδες και τη διψα και τα τραχια στις αρμοσιες τους δαχτυλα
χρονους τακτους οσους η Γνωση οριζει
Στα χαρτια σκυφτος και στα βιβλια τ' απυθμενα
με σκοινι λιανο κατεβαινοντας
νυχτες και νυχτες
το λευκο αναζητησα ως την υστατη ενταση
του Μαυρου Την ελπιδα ως τα δακρυα
Τη χαρα ως την ακρα απογνωση
Να σταλθει βοηθεια τοτε κριθηκε η στιγμη
και ο κληρος επεσε στις βροχες
κελαρυσανε ολη μερα ρυακια
ετρεξα σαν τρελος
στις πλαγιες εσχισα σχινο και πολυ μυρτο μες στη φουχτα μου εδωσα
να δαγκασουνε οι πνοες
"Η αγνοτητα, ειπε, ειναι αυτη
στις πλαγιες το ιδιο και στα σπλαχνα σου"
Και τα χερια του απλωσε οπως κανει
γεροντας γνωστικος Θεος για να πλασει μαζι πηλο και ουρανοσυνη
Λιγο μολις πυραχτωσε τις κορφες
αλλ' αδαγκωτο πρασινο στις ρεματιες το χορτο καρφωσε
μεντα λεβαντα λουιζα
και μικρες πατημασιες αρνιων
ή αλλου παλι απο τα υψη πεφτοντας
οι ψιλες κλωστες το ασημι, δροσερα μαλλια κοπελας που ειδα και που εποθησα
Υπαρκτη γυναικα
"Η αγνοτητα, ειπε, ειναι αυτη"
και γεματος λαχταρα χάιδεψα το σωμα
φιλια δοντια με δοντια· υστερα ενας μεσ στον αλλο
Τρικυμισα
οπως καβος πατησα βαθεια
που αερα πηρανε οι σπηλιες
Ηχω με το λευκο σανταλι περασε μια στιγμη
γοργα κατω απο τα νερα η ζαργανα
και ψηλα το λοφο εχοντας ποδι Και τον ηλιο κεφαλι κερασφορο13
ν' ανεβαινει Αβαδιστος ειδα Ο Μεγας Κριος
Και αυτος αληθεια που ημουνα Ο πλολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες στην φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
ψιθυρισε οταν ρωτησα:
-Τι το καλο; Τι το κακο;
- Ενα σημειο Ενα σημειο
και σ' αυτο πανω ισορροπεις και υπαρχεις
κι απ' αυτο πιο περα ταραχη και σκοτος
κι απ'αυτο πιο πισω βρυγμος των αγγελων
-Ενα σημειο Ενα σημειο
και σ' αυτο μπορεις απεραντα να προχωρησεις
ή αλλιως τιποτε δεν υπαρχει πια
Και ο ζυγος που, ανοιγοντας τα χερια μου, εμοιαζε
να ζυγιαζει το φως και το ενστικτο ητανε

ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας !

ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΩΡΕΣ γυριζαν οπως οι μερες
με πλατια μενεξεδενια φυλλα στο ρολόι του κηπου
Δειχτης ημουν εγω
Τριτη Τεταρτη Πεμπτη
ο Ιουνιος ο Ιουλιος ο Αυγουστος
Εδειχνα την αναγκη που μου ερχοταν άρμη
καταπροσωπο Εντομα κοριτσιων
Μακρινες αστεροπες της Ιριδας -
"Ολα τουτα καιρος της αθωοτητας
ο καιρος του σκυμνου και του ροδαμου
ο πολυ πριν την αναγκη" μου ειπε
Και τον κινδυνο εσπρωξε με το 'να δαχτυλο
Στην κορφη του καβου φορεσε μελανο φρυδι
Απο μερος αγνωστο φωσφορο εχυσε
"Για να βλεπεις, ειπε, απο μεσα
στο κορμι σου φλεβες καλιο, μαγγανιο
και τ' αποτιτανωμενα
παλαια καταλοιπα του ερωτα"
Και πολυ τοτε σφιχθηκε η καρδια μου
ηταν το πρωτο τριξιμο του ξυλου μεσα μου
μιας νυχτος που εσιμωνε ισως
η φωνη του γκιωνη
καποιου που ειχε σκοτωθει
το αιμα γυριζοντας πανω στον κοσμο
Ειδα περα, μακρια, στην ακρα της ψυχης μου
μυστικα να διαβαινουνε
φαροι ψηλοι ξωμαχοι Στους γκρεμους τραβερσωμενα καστρα
Τ' αστρο της τραμουντανας Την αγια Μαρινα14 με τα δαιμονικα
Και πολυ πιο βαθια πισω απ' τα κυματα
στο Νησι με τους κολπους των Ελαιωνων15
Μια στιγμη μου εφανηκε θωρουσα Εκεινον
που το αιμα του εδωσε για να σαρκωθω
τον τραχυ του Αγιου16 δρομο ν' ανεβαινει
μια φοραν ακομη
Μια φοραν ακομη
στα νερα της Γερας ν' ακουμουμπα τα δαχτυλα
και τα πεντε ν' αναβουνε χωρια
ο Παπαδος ο Πλακαδος ο Παλαιοκηπος
ο Σκοπελος και ο Μεγαρος17
εξουσια και κληρος της γενιας μου.
"Αλλα τωρα, ειπε, η αλλη σου οψη
αναγκη ν' ανεβει στο φως"
και πολυ πριν με το νου μου βαλω
ή σημαδι φωτιας ή σχημα ταφου
Κατα κει που δεν εσωνε κανεις να δει
με τα χερια εμπρος του
σκυβοντας
τα μεγαλα ετοιμασε Κενα στη γη
και στο σωμα του ανθρωπου:
το κενο του Θανατου για το βρεφος το ερχομενο
το κενο του φονικου για τη Δικαια κριση
το κενο της Θυσιας για την ιση Ανταποδοση
το κενο της Ψυχης για την Ευθυνη του Αλλου
Και η Νυχτα πανσες
παλιας
πριονισμενης απο νοσταλγια Σεληνης
με του ερημου μυλου τα χαλασματα και την ακακη ευωδια της κοπρου
πηρε μερος μεσα μου
Διαστασεις αλλαξε στα προσωπα· μοιρασε αλλιως τα βαρη
Το σκληρο μου σωμα ηταν η αγκυρα κατεβασμενη μεσα στους ανθρωπους
οπου ηχος αλλος κανεις
μονο γδουποι γοοι και κοπετοι
και ρωγμες επανω στην αναστροφη οψη
Ποιας φυλης ο γονος νά 'μουν
τοτε μονο εννοησα
που η σκεψη του Αλλου
διαγωνια σαν ακμη γυαλιου
και Ορθον ως περα με χαραζε
Ειδα μεσα μου στα σπιτια καθαρα σαν να μην ηταν τοιχοι
με το λυχνο στο χερι να περνουν γεροντισσες
τα χαρακια στο μετωπο και στο ταβανι
και αλλοι νεοι με το μουστακι που εζωναν αρματα στη μεση τους
αμιλητοι
δυο δαχτυλα πανω στη λαβη
εδω και αιωνες.
"Βλεπεις, ειπε, ειναι οι Αλλοι
και δεν γινεται Αυτοι χωρις Εσενα
και δε γινεται μ' Αυτους χωρις, Εσυ
Βλεπεις, ειπε, ειναι οι Αλλοι
και αναγκη πασα να τους αντικρισεις
η μορφη σου αν θελεις ανεξαλειπτη να 'ναι
και να μεινη αυτη.
Επειδη πολλοι φορουν το μελανο πουκαμισο
και οι αλλοι μιλουν τη γλωσσα των χοιρογρυλλιων
και ειναι οι Ωμοφαγοι και οι Αξεστοι του Νερου
οι Σιτοφοβοι και οι Πελδινοι18 και οι Νεοκονδορες
ορμαθος19 και αριθμος των ακρων του σταυρου
της Τετρακτιδος.
Αν αληθεια κρατησεις και τους αντικρισεις, ειπε,
η ζωη σου θ' αποκτησει αιχμη και θα οδηγησεις, ειπε
Ο καθεις και τα οπλα του, ειπε
Και αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες στη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
Περασε μεσα μου Εγινε
αυτος που ειμαι
Η ωρα τρεις της νυχτας
λαλησε μακρια πανω απ' τα παραπηγματα
ο πρωτος πετεινος
Ειδα για μια στιγμη τους Ορθιους Κιονες τη Μετωπη με τα Ζωα Δυνατα
και ανθρωπους φερνοντας Θεογνωσια
Πηρε οψη ο Ηλιος Ο Αρχαγγελος αει δεξια μου

ΑΥΤΟΣ εγω λοιπον
και ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας




ΤΑ ΠΑΘΗ

Α'


Ιδου εγω λοιπον,
ο πλασμενος για τις μικρες Κορες και τα νησια του Αιγαιου·
ο εραστης του σκιρτηματος των ζαρκαδιων
και μυστης των φυλλων της ελιας·
ο ηλιοποτης και ακριδοκτονος.
Ιδου εγω καταντικρυ
του μελανου φορεματος των αποφασισμενων
και της αδειας των ετων, που τα τεκνα της αμβλωσε,
γαστερας, το αγκρισμα!
Λυνει αερας τα στοιχεία και βροντη προσβαλλει τα βουνα.
Μοιρα των αθωων, παλι μονη, νά σε, στα Στενα !
Στα Στενα τα χερια μου αδειασα
κι αλλα πλουτη δεν ειδα, κι αλλα πλουτη δεν ακουσα
παρα βρυσες να τρεχουν
Ρόδια ή Ζεφυρο ή Φιλιά.
Ο καθεις και τα οπλα του, ειπα:
Στα Στενα τα ροδια μου θ' ανοιξω
Στα Στενα φρουρους τους ζεφυρους θα στησω
τα φιλια τα παλια θ' απολυσω που η λαχταρα μου αγιασε !
Λυνει αερας τα στοιχεία και βροντη προσβαλλει τα βουνα.
Μοιρα των αθωων, εισαι η δικη μου η Μοιρα !




Β'


ΤΗ γλωσσα μού δωσαν ελληνικη·
το σπιτι φτωχικο στις αμμουδιες του Ομηρου.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου στις αμμουδιες του Ομηρου.
Εκει σπαροι και περκες
ανεμοδαρτα ρηματα
20
ρευματα πρασινα μες τα γαλαζια
οσα ειδα στα σπλαχνα μου ν' αναβουνε
σφουγγαρια, μεδουσες
με τα πρωτα λογια των Σειρηνων
οστρακα ροδινα με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Εκει ρόδια, κυδωνια
θεοι μελαχρινοι, θειοι και εξάδελφοι
το λαδι αδειαζοντας μες στα πελωρια κιουπια·
και πνοες απο τη ρεματια ευωδιαζοντας
λυγαρια και σχινο
σπαρτο και πιπεροριζα
με τα πρωτα πιπισματα των σπινων,
ψαλμωδιες γλυκες με τα πρωτα-πρωτα Δοξα Σοι !
Εκει δαφνες και βαγια
θυμιατο και λιβανισμα
τις πάλες ευλογωντας και τα καριοφιλια.
Στο χωμα το στρωμενο με τ' αμπελομαντιλα
κνισες21, τσουγκρισματα
και Χριστος Ανεστη
με τα πρωτα σμπαρα των Ελληνων.
Αγαπες μυστικες με τα πρωτα λογια του ΥΜΝΟΥ22.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου, με τα πρωτα λογια του Υμνου !




α'

Στον πηλο το στομα * μου ακομη και σε ονομαζε
Ροδινο νεογνο * στικτή πρωτη δροσια
Κι απο τοτε σού πλαθε * βαθια χαραματα
Τη γραμμη των χειλιων * και τον καπνο της κομης
Την αρθρωση σού 'δινε * και στο λαμδα και στο εψιλον
23
Την αερινη ασφαλτη * περπατηξια

Κι απ' την ιδια εκεινη * στιγμη μεσα μου ανοιγοντας
Αγνωστη φυλακη * φαια κι ασπρα πουλια
Στον αιθερα εριζοντας * ανεβηκαν κι ενιωσα
Πως για σενα τα αιματα * για σενα τα δακρυα
Στους αιωνες το παλεμα * το φριχτο και το υπεροχο
Η σαγηνη για σενα και * η ομορφια

Στα πνευστα των δεντρων * και κρουοντας ο πυρριχιος
Δορατα και σπαθια * να λες ακουσα Εσυ
Μυστικα προσταγματα * και παρθενοβιωτα
Με την εκλαμψη πρασινων * αστερων λογια
Και πανω απ' την αβυσσο * αιωρουμενη γνωρισα
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ * ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ !



ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ


Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ


Ξημερωνοντας τ' Αγιαννιου, με την αυριο των φωτων, λαβαμε
τη διαταγη να κινησουμε παλι μπροστα, για τα μερη οπου δεν
εχει καθημερινες και σκολες. Επρεπε, λεει, να πιασουμε τις
γραμμες που κρατουσανε ως τοτε οι Αρτινοι, απο Χειμαρρα
ως Τεπελενι. Λογω που εκεινοι πολεμουσανε απ' την πρωτη
μερα, συνεχεια, και ειχαν μεινει σκεδον οι μισοι και δεν
αντεχανε αλλο.

Δωδεκα μερες κιολας ειχαμε μεις πιο πισω, στα χωρια.
Κι απανω που συνηθιζε τ' αυτι μας παλι στα γλυκα τριξιματα
της γης, και δειλα συλλαβιζαμε το γαβγισμα του σκυλου ή τον
αχο της μακρινης καμπανας, να που ηταν αναγκη, λεει, να
γυρισουμε στο μονο αχολόι που ξεραμε: στο αργο και στο βαρυ
των κανονιων, στο ξερο και στο γρηγορο των πολυβολων.

Νυχτα πανω στη νυχτα βαδιζαμε ασταματητα, ενας πισω
απ' τον αλλο, ιδια τυφλοι. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο
τη λασπη, οπου, φορες, εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη
το πιο συχνα ψιχαλιζε στους δρομους εξω, καθως μες στην ψυχη
μας. Και τις λιγες φορες οπου καναμε σταση να ξεκουραστουμε,
μητε που αλλαζαμε κουβεντα, μοναχοι σοβαροι κι αμιλητοι,
φεγγοντας μ' ενα μικρο δαδι, μια-μια εμοιραζομασταν τη σταφιδα.
Η φορες παλι, αν ηταν βολετο, λυναμε βιαστικα τα ρουχα και
ξυνομασταν με λυσσα ωρες πολλες, οσο να τρεξουν τα αιματα.
Τι μας ειχε ανεβει η ψειρα ως το λαιμο, κι ηταν αυτο πιο κι απ' την
κουραση ανυποφερτο. Τελος, καποτε, ακουγοτανε στα σκοτεινα η
σφυριχτρα, σημαδι οτι κινουσαμε, και παλι σαν τα ζα τραβουσαμε
μπροστα να κερδισουμε δρομο, πριχου ξημερωσει και μας βαλουνε
στοχο τ' αεροπλανα. Επειδη ο Θεος δεν κατεχε απο στοχους ή
τετοια, κι οπως το 'χε συνηθιο του, στην ιδια παντοτε ωρα ξημερωνε
το φως.

Τοτες, χωμενοι μες στις ρεματιες, γερναμε το κεφαλι απο το
μερος το βαρυ, οπου δε βγαινουνε ονειρα. Και τα πουλια μάς
θυμωναν, που δε διναμε ταχα σημασια στα λογια τους - ισως και
που ασκημιζαμε χωρις αιτια την πλαση. Αλλης λογης εμεις χωριατες,
μ' αλλω λογιω ξιναρια και σιδερικα στα χερια μας, που ξορκισμενα
να 'ναι.

Δωδεκα μερες κιολας, ειχαμε μεις πιο πισω στα χωρια κοιταξει
σε καθρεφτη, ωρες πολλες, το γυρο του προσωπου μας. Κι απανω
που συνηθιζε ξανα το ματι τα γνωριμα παλια σημαδια, και δειλα
συλλαβιζαμε το χείλο το γυμνο ή το χορτατο απο τον υπνο μαγουλο,
να που τη δευτερη τη νυχτα σαμπως παλι αλλαζαμε, την τριτη ακομη
πιο πολυ, την υστερη, την τεταρτη, πια φανερο, δεν ειμασταν οι ιδιοι.
Μονε σα να πηγαιναμε μπουλουκι ανακατο, θαρρουσες, απ' ολες τις
γενιες και τις χρονιες, αλλοι των τωρινων καιρων κι αλλοι πολλα παλιων,
πού 'χαν λευκανει απ' τα περισσια γενια. Καπεταναιοι αγελαστοι με το
κεφαλοπανι, και παπαδες θερια, λοχιες του 97 ή του 12, μπαλτατζηδες
βλοσυροι πανου απ' τον ωμο σειώντας το πελεκι, απελάτες και
σκουταροφοροι με το αιμα επανω τους ακομη Βουργαρων και Τουρκών.
Ολοι μαζι, διχως μιλια, χρονους αμετρητους αγκομαχωντας πλάι-πλάι,
διαβαιναμε τις ραχες, τα φαραγγια, διχως να λογαριαζουμε αλλο τιποτε.
Γιατι καθως οταν βαρουν απανωτες αναποδιες τους ιδιους τους
ανθρωπους παντα, συνηθαν στο Κακο, τελος του αλλαζουν ονομα, το
λεν Γραμμενο ή Μοιρα - ετσι κι εμεις επροχωρουσαμε ισια πανου σ'
αυτο που λεγαμε Καταρα, οπως θα λεγαμε Ανταρα ή Συννεφο. Με
κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη οπου πολλες φορες
εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη το πιο συχνα, ψιχαλιζε στους
δρομους εξω καθως μες στην ψυχη μας.

Κι οτι ημασταν σιμα πολυ στα μερη οπου δεν εχει καθημερινες
και σκολες, μητε αρρωστους και γερούς, μητε φτωχους και πλουσιους,
το καταλαβαιναμε. Γιατι κι ο βροντος περα, κατι σαν πισω απ' τα βουνα,
δυναμωνε ολοενα, τοσο που καθαρα στο τελος να διαβαζουμε το αργο
και το βαρυ των κανονιων, το ξερο και το γρηγορο των πολυβολων.
Υστερα και γιατι ολοενα πιο συχνα, τυχαινε τωρα ν' απαντουμε, απ' τ'
αλλο μερος vα 'ρχονται, οι αργες οι συνοδειες με τους λαβωμενους.
Οπου απιθωνανε χαμου τα φορεια οι νοσοκομοι, με τον κοκκινο σταυρο
στο περιβραχιωνιο, φτυνοντας μεσα στις παλαμες, και το ματι τους αγριο
για τσιγαρο. Κι οπου σαν ακουγανε για που τραβουσαμε, κουνουσαν το
κεφαλι, αρχινωντας ιστοριες για σημεια και τερατα. Ομως εμεις το μονο
που προσεχαμε ηταν εκεινες οι φωνες μεσα στα σκοτεινα, που ανεβαιναν,
καυτες ακομη απο την πισσα του βυθου ή το θειαφι. "Όι, όι μανα μου","
όι, όι μανα μου", και καποτε, πιο σπανια, ενα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο
ροχαλητο, που 'λεγαν, οσοι ξερανε, ειναι αυτος ο ρογχος του θανατου.

Ηταν φορες που εσερνανε μαζι τους κι αιχμαλωτους, μολις
πιασμενους λιγες ωρες πριν, στα ξαφνικα γιουρουσια που κάναν τα περιπολα.
Βρωμουσανε κρασι τα χνωτα τους, κι οι τσεπες γιοματες κονσερβα ή σοκολατες.
Ομως εμεις δεν ειχαμε, οτι κομμενα τα γιοφυρια πισω μας, και τα λιγα μουλαρια
μας κι εκεινα ανημπορα μεσα στο χιονι και στη γλιστραδα της λασπουριας.

Τελος καποια φορα, φανηκανε μακρια οι καπνοι που ανεβαιναν
μεριες-μεριες, κι οι πρωτες στον οριζοντα κοκκινες, λαμπερες φωτοβολιδες.





β'


Νεος πολυ και γνωρισα των εκατο χρονω φωνες
Οχι του δασους μια στιγμη στα στέρνα ο πευκινος τριγμος
Μονο του σκυλου που αλυχτα στα βουνα τ' ανδροβαδιστα
Των χαμηλων σπιτιων καπνοι και κεινων που ψυχορραγουν
Η ανομολογητη ματια του κοσμου του αλλου η ταραχη

Οχι που αργουν στον ανεμο των πελαργων μικρες κρωξιες
Πεφτει η γαληνη σα βροχη και γρουζουν τα κηπευτικα
Μονο του ζωου που σπαρταρα τα πνιχτα κι ασυλλαβιστα
Της Παναγιας δυο φορες ο μαυρος γυρος των ματιων
Στην πεδιαδα της ταφης και στην ποδια των γυναικων

Μονο της θυρας χτυπημα κι οταν ανοιξεις πια κανεις
Μητε σημαδι καν χεριου στη λιγη παχνη των μαλλιων
Χρονους πολλους κι αν καρτερω γαληνεμο δεν ελαβα
Στων αδερφων τη μοιρασια μου δοθη ο κληρος ο λειψος
Η πετροκολλητη σαγη
2424
και το ζακονι2525 των φιδιων




Γ'

ΤΟΝ πλουτο δεν εδωκες ποτε σε μενα
τον ολοενα ερημουμενο απο τις φυλες των Ηπειρων
κι απ' αυτες παλι αλαζονικα, ολοενα, δοξαζομενο!
Ελαβε τον Βοτρυ
26 ο Βορρας
και τον Σταχυ ο Νοτος
τη φορα του ανεμου εξαγοραζοντας
και των δεντρων τον καματο δυο και τρεις φορες
ανοσια εξαργυρωνοντας.
Αλλο εγω,
παρεξ θυμαρι στην καρφιδα του ηλιου δεν εγνωρισα
και παρεξ
τη σταγονα του νερου στ' ακοπα γενια μου δεν ενιωσα
μα τραχυ το μαγουλο εθεσα στο τραχυτερο της πετρας
αιωνες και αιωνες.
Εκοιμηθηκα πανω στην εγνοια της αυριανης ημερας
οπως οστρατιωτης επανω στο ντουφεκι του.
Και τα ελεη της νυχτας ερευνησα
οπως ο ασκητης το Θεο του.
Απο τον ιδρωτα μου εδεσαν διαμαντι
και στα κρυφα μου αντικαταστησανε την παρθενα του βλεμματος.
Εζυγισανε τη χαρα μου και τη βρηκανε, λεει, μικρη
και την πατησανε χαμου σαν εντομο.
Τη χαρα μου πατησανε και στην πετρα την κλεισανε
και στερνά την πετρα μού αφησανε,
την τρομερη ζωγραφια μου.
Με πελεκι βαρυ τη χτυπουν, με σκαρπελο σκληρο την τρυπουν,
με καλεμι πικρο τη χαραζουν, την πετρα μου.
Κι οσο τρωει την υλη ο καιρος, τοσο βγαινει πιο καθαρος
ο χρησμος απ' την οψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ




Δ'


Τις ημερες μου αθροισα και δε σε βρηκα
πουθενα, ποτε, να μου κρατεις το χερι
στη βοη των γκρεμων και των αστρων τον κυκεωνα μου !
Πηραν αλλοι τη Γνωση και αλλοι την Ισχυ
το σκοταδι με κοπο χαραζοντας
και μικρες προσωπιδες, τη χαρα και τη θλιψη,
στη φθαρμενη την οψη αρμοζονζας.
Μονος, οχι εγω, προσωπιδες δεν αρμοσα,
τη χαρα και τη θλιψη μου πισω εριξα,
γενναιοδωρα πισω μου εριξα,
την Ισχυ και τη Γνωση.
Τις ημερες μου αθροισα κι εμεινα μονος.
Ειπαν οι αλλοι: γιατι; κι αυτος να κατοικησει
το σπιτι με τις γλαστρες και τη λευκη μνηστη.
Αλογα τα πυρρα και τα μαυρα μου αναψαν γινατι γι' αλλες, πιο λευκες Ελενες !
Γι' αλλη, πιο μυστικην αντρεια λαχταρησα
κι απο κει που με μποδισαν, ο αορατος, καλπασα
στους αγρους τις βροχες να γυρισω
και το αιμα πισω να παρω των νεκρων μου των αθαφτων !
Ειπαν οι αλλοι: γιατι; κι εκεινος να γνωρισει
κι εκεινος τη ζωη μεσα στα ματια του αλλου.
Αλλου ματια δεν ειδα, δεν αντικρισα
παρα δακρυα μεσα στο Κενο που αγκαλιαζα
παρα μπορες μεσα στη γαληνη που αντεχα.
Τις ημερες μου αθροισα και δε σε βρηκα
και τα οπλα ζωστηκα και μονος βγηκα
στη βοη των γκρεμων και στων αστρων τον κυκεωνα μου !




γ'


Μονος κυβερνησα τη θλιψη μου
Μονος αποικησα τον εγκαταλειμμενο Μάιο
Μονος εκολπωσα τις ευωδιες
Επανω στον αγρο με τις αλκυονιδες
Τάισα τα λουλουδια κιτρινο βουκολισα τους λοφους
Επυροβολησα την ερημια με κοκκινο !
Ειπα: δε θά 'ναι το Αδικο τιμιοτερο απ' το αιμα !
Το χερι των σεισμων το χερι των λιμων
Το χερι των εχτρων το χερι των δικων
Μου, εφρενιασαν εχαλασαν ερημαξαν αφανησαν
Μια και δυο και τρεις φορες
Παραδοθηκα κι απομεινα στον καμπο μονος
Παρθηκα και πατηθηκα σαν καστρο μονος
Το μυνημα που σηκωνα τ' αντεξα μονος !

Μονος απελπισα το θανατο
Μονος εδαγκωσα μες στον Καιρο με τα δοντια πετρινα
Μονος εκινησα για το μακρυ
Ταξιδι σαν της σαλλπιγγας μες στους αιθερες !
ηταν στη δυναμη μου η Νεμεση το ατσαλι κι η ατιμια
Να προχωρησω με τον κορνιαχτο και τ' αρματα
Ειπα: με μονο το σπαθι του κρυου νερου θα παραβγω
Και ειπα: με μονο το Ασπιλο του νου μου θα χτυπησω !
Στο πεισμα των σεισμων στο πεισμα των λιμων
Στο πεισμα των εχτρων στο πεισμα των δικων
Μου, αναντισα κρατηθηκα ψυχωθηκα κραταιωθηκα
Μια και δυο και τρεις φορες
Θεμελιωσα τα σπιτια μου στη μνημη μονος
Πηρα και στεφανωθηκα την αλω μονος
Το σταρι που ευαγγελισα το 'δρεψα μονος !




ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ


ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ


Τις ημερες εκεινες εφτασαν επιτελους υστερα απο τρεις σωστες εβδομαδες
οι πρωτοι στα μερη μας ημιονηγοι. Και ελεγαν πολλα για τις πολιτειες που
διαβηκαν, Δέλβινο, Αγιοι Σαραντα, Κορυτσα. Και ξεφορτωναν τη ρεγγα και
το χαλβα κοιταζοντας να ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε.
Οτι δεν ηταν συνηθισμενοι και τους ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και
το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.

Και συνεβηκε τοτες ενας απ' αυτους να 'χει μαζι του κατι παλιες
εφημεριδες. Και διαβαζαμε ολοι απορημενοι, μ' ολο που το 'χαμε κιολας
ακουστα, πως επανηγυριζαν στην πρωτευουσα και πως ο κοσμος εσηκωνε,
λεει, ψηλα στα χερια τους φανταρους που γυριζανε με αδειες απο τα γραφεια
της Πρεβεζας και της Αρτας. Και σημαινανε ολη μερα οι καμπανες, και το
βραδυ στα θεατρα λεγανε τραγουδια και παριστανανε στη σκηνη τη ζωη μας
για να χειροκροτα ο κοσμακης.

Βαρεια σιωπη επεσε αναμεσο μας, επειδη κι η ψυχη μας ειχε μηνες
τωρα μεσα στις ερημιες αγριεψει, και, χωρις να το λεμε, πολυ λογαριαζαμε
τα χρονια μας. Μαλιστα μια στιγμη δακρυσε ο λοχιας ο Ζωης κι εκανε περα
τα χαρτια με τις ειδησεις του κοσμου, ανοιγοντας τα πεντε δαχτυλα καταπανω
τους. Και οι αλλοι εμεις δε λεγαμε τιποτε, μοναχα με τα ματια του δειχναμε
κατι σαν ευγνωμοσυνη.

Τοτε ο Λευτερης, που τυλιγε παρεκει τσιγαρο, καρτερικα, σα να 'χε
παρει απανω του την ανημπορια ολακερης της Οικουμενης, γυρισε και "Λοχια"
ειπε "τι βαρυγκομας; Αυτοι που 'ναι ταγμενοι για τη ρεγγα και το χαλβα, σ' αυτα
παντοτε θα ξαναγυριζουν. Και οι αλλοι στα δεφτερια τους που δεν εχουνε τελειωμο,
και οι αλλοι στα κρεβατια τους τα μαλακα που τα στρωνουν μα δεν τα οριζουν.
Αλλα κατεχε οτι μοναχα εκεινος που παλευει το σκοταδι μεσα του θα 'χει μεθαυριο
μερτικο δικο του στον ηλιο". Και ο Ζωης : "Τι λοιπον, θαρρεις οτι δεν εχω κι εγω
γυναικα και χωραφια και βασανα της καρδιας που καθομαι και φυλαω δωνα στις
εξοριες;" Του αποκριθηκε ο Λευτερης: "Αυτα που δεν αγαπα κανεις, αυτα λοχια
μου, να φοβαται, τι τα 'χει απο τα πριν χαμενα κι ας τα σφιγγει οσο θελει απανω
του. Αλλά τα πραματα της καρδιας τροπος δεν ειναι να χαθουν, εννοια σου, και
γι ' αυτα οι εξοριες δουλευουν. Αργα-γρηγορα κεινοι που ειναι ναν τα βρουν, θα
τα βρουν". Παλι ρωτησε ο λοχιας Ζωης: "Και ποιος λες ταχα του λογου σου οτι θαν
τα βρει;" Τοτε ο Λευτερης, αργα, δειχνοντας με το δαχτυλο: "Εσυ κι εγω κι οτι αλλο
δειξει, αδερφε μου, η ωρα τουτη που μας ακουει".

Και ευθυς ακουστηκε στον αερα η σκοτεινη σφυριγματια της οβιδας που
εφτανε. Και πεσαμε ολοι καταγης μπρουμυτα, πανω στις σκαρπες, οτι γνωριζαμε
αποξω τα σημαδια του Αορατου, και με τ' αυτι μας οριζαμε απο πριν το μερος οπου
θα 'σμιγε η φωτια το χωμα ν' ανοιξει και να χυθει. Και δεν επειραξε η φωτια κανεναν.
Κατι μουλαρια μοναχα σηκωθηκαν στα πισινα τους ποδαρια και αλλα ταραχτηκαν
και σκορπισαν. Και μεσα στην καπνα που κατακαθιζε θωρουσες να τρεχουνε πισω
τους χειρονομωντας οι ανθρωποι που τα 'χανε φερει με κοπους ισαμε κει. Και τα
προσωπα τους χλωμα, και ξεφορτωναν τη ρεγγα και το χαλβα κοιταζοντας να
ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε, οτι δεν ηταν μαθημενοι και τους
ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.




δ'


ΕΝΑ το χελιδονι * κι η Ανοιξη ακριβη
Για να γυρισει ο ηλιος * θελει δουλεια πολλη
Θελει νεκρους χιλιαδες * να 'ναι στους Τροχους
Θελει κι οι ζωντανοι * να δινουν το αιμα τους.

Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εχτισες μεσα στα βουνα
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εκλεισες μες στη θαλασσα!

Παρθηκεν απο Μαγους * το σωμα του Μαγιου
Το 'χουνε θαψει σ' ενα * μνημα του πελαγου
Σ' ενα βαθυ πηγαδι * το 'χουνε κλειστο
Μυρισε το σκοτα * δι κι ολη η Αβυσσο.

Θε μου Πρωτομαστορα * μεσα στις πασχαλιες και Συ
Θε μου Πρωτομαστορα * μυρισες την Ανασταση!

Σαλεψε σαν το σπερμα * σε μητρα σκοτεινη
Το φοβερο της μνημης * εντομο μες στη γη
Κι οπως δαγκωνει αραχνη * δαγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοι * κι ολο το πελαγος.

Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εζωσες τις ακρογιαλιες
Θε μου Πρωτομαστορα * στα βουνα με θεμελιωσες!




Ε'


ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνα
και τα βουνα σηκωνουν οι λαοι στον ωμο τους
και πανω τους η μνημη καιει
ακαυτη βατος.
Μνημη του λαου μου σε λενε Πινδο και σε λενε Αθω.
Ταραζεται ο καιρος
κι απ' τα ποδια τις μερες κρεμαζει
αδειαζοντας με παταγο τα οστα των ταπεινωμενων.
Ποιοι, πως, ποτε ανεβηκαν την αβυσσο;
Ποιες, ποιων, ποσων οι στρατιες;
Τ' ουρανου το προσωπο γυριζει κι οι εχθροι μου εφυγαν μακρυα.
Μνημη του λαου μου σε λενε Πινδο και σε λενε Αθω.
Εσυ μονη απ' τη φτερνα τον αντρα γνωριζεις
Εσυ μονη απ' την κοψη της πετρας μιλας.
Εσυ την οψη των αγιων οξυνεις
κι εσυ στου νερου των αιωνων την ακρη συρεις
πασχαλιαν αναστασιμη !
Αγγιζεις το νου μου και πονει το βρεφος της Ανοιξης !
Τιμωρεις το χερι μου και στα σκοτη λευκαινεσαι !
Παντα παντα περνας τη φωτια για να φτασεις τη λαμψη.
Παντα παντα τη λαμψη περνας
για να φτασεις τη ψηλα τα βουνα τα χιονοδοξα.
Ομως τι τα βουνα; Ποιος και τι στα βουνα;
Τα θεμελεια μου στα βουνα
και τα βουνα σηκωνουν οι λαοι στον ωμο τους
και πανω τους η μνημη καιει
ακαυτη βατος !





Ζ'


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ των νεφων και των κυματων κοιμαται μεσα μου !
Στη θηλή της θυελλας τα σκοτεινα του χειλη
και η ψυχη του παντοτε με της θαλασσης το λαχτισμα
πανω στα ποδια του ορους !
Ξεριζωνει δρυς και δριμυς κατεβαινει ο θρηϊκιος.
Μικρα καραβια στου καβου το γυρισμα
ξαφνου μπαταρουν και χανονται.
Και παλι προβαινουν ψηλα μες στα νεφη
απ' την αλλη μερια του βυθου.
Στις αγκυρες εχουν κολλησει τα φυκια
στα γενια θλιμμενων αγιων.
Ωραιες αχτιδες γυρω στην οψη
την αλω του ποντου δονουν.
Νηστικοι κατα κει τ' αδεια ματια γυριζουν οι γεροντες
Κι οι γυναικες τη μαυρη σκια τους επανω
στον αχραντο ασβεστη φορουν.
Μαζι τους εγω, το χερι κινω
Ποιητης των νεφων και των κυματων !
Στο στενο τενεκε με το χρωμα βουτω
τα πινελα μαζι τους και βαφω:
Τα καινουργια σκαρια
τα χρυσα και τα μαυρα εικονισματα !
Βοηθος και σκεπη μας ʼη Καναρη !
Βοηθος και σκεπη μας ʼη Μιαουλη !
Βοηθος και σκεπη μας Αγιά Μαντω !




Ζ'


ΗΡΘΑΝ
ντυμενοι "φιλοι"
αμετρητες φορες οι εχθροι μου
το παμπαλαιο χωμα πατωντας.
Και το χωμα δεν εδεσε ποτε με τη φτερνα τους.
Εφεραν
το Σοφο, τον οικιστη και το Γεωμετρη,
Βιβλους γραμματων και αριθμων,
την πασα Υποταγη και Δυναμη,
το παμπαλαιο φως εξουσιαζοντας.
Και το φως δεν εδεσε ποτε με τη σκεπη τους.
Ουτε μελισσα καν δε γελαστηκε το χρυσο ν' αρχινισει παιχνιδι·
ουτε ζεφυρος καν, τις λευκες να φουσκωσει ποδιες.
Εστησαν και θεμελειωσαν
στις κορφες, στις κοιλαδες, στα πόρτα
πυργους κραταιους κι επαυλεις
ξυλα και αλλα πλεουμενα,
τους Νομους, τους θεσπιζοντας τα καλα και συμφεροντα,
στο παμπαλαιο μετρο εφαρμοζοντας.
Και το μετρο δεν εδεσε ποτε με τη σκεψη τους.
Ουτε καν ενα χναρι θεου στην ψυχη τους σημαδι δεν αφησε·
ουτε καν ενα βλεμμα ξωθιας τη μιλια τους δεν ειπε να παρει.
Εφτασαν
ντυμενοι "φιλοι"
αμετρητες φορες οι εχθροι μου,
τα παμπαλαια δωρα προσφεροντας.
Και τα δωρα τους αλλα δεν ητανε
παρα μονο σιδερο και φωτια.
Στ' ανοιχτα που καρτερεγαν δαχτυλα
μονον οπλα και σιδερο και φωτια
Μονον οπλα και σιδερο και φωτια.




Η'


ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσα σειρητια
τα πετεινα του Βορρα και της Ανατολης τα θηρια !
Και τη σαρκα μου στα δυο μοιραζοντας
και στερνα στο συκωτι μου επανω εριζοντας
εφυγαν.
"Γι ' αυτους, ειπαν, ο καπνος της θυσιας,
και για μας της φημης ο καπνος,
αμην."
Και την ηχω σταλμενη απο τα περασμενα
ολοι ακουσαμε και γνωρισαμε.
την ηχω ακουσαμε γνωρισαμε ξανα
με στεγνη φωνη τραγουδησαμε :
Για μας, το ματωμενο σιδερο
και τριπλα εργασμενη προδοσια.
Για μας η αυγη στο χαλκωμα
και τα δοντια τα σφιγμενα ως την ωρα την υστερη
ο δολος και τ' αορατο γαγγαμο
27.
Για μας το συρσιμο της γης
ο κρυφος ορκος μες στα σκοτεινα
των ματιων η απονια
κι η ποτε καμια, καμια ποτε Ανταποδοση.
Αδελφοι μάς εγελασαν !
"Γι' αυτους, ειπαν, ο καπνος της θυσιας,
και για μας της φημης ο καπνος,
αμην."
Αλλα συ μες στο χερι μας το λυχνο του αστρου
με το λογο σου αναψες, του αθωου στομα
θυρα της Παραδεισος !
Την ισχυ του καπνου στο μελλον βλεπουμε
της πνοης σου παιγνιο
και το κρατος και τη βασιλεια του !




ε'


ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του αστρου * στους ουρανους εβγηκα
Στο αγιαζι των λειμωνων
28 * στη μονη ακτη του κοσμου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Λυπημενες μυρσινες * ασημωμενες υπνο
Μου ραντισαν την οψη * Φυσω και μονος παω
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Οδηγε των ακτινων * και των κοιτωνων Μαγε
Αγυρτη που γνωριζεις * το μελλον μιλησε μου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Τα κοριτσια μου πενθος * για τους αιωνες εχουν
Τ' αγορια μου τουφεκια * κρατουν και δεν κατεχουν
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Εκατογχειρες νυχτες * μες στο στερεωμα ολο
Τα σπλαχνα μου αναδευουν * Αυτος ο πονος καιει
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Με το λυχνο του αστρου * στους ουρανους γυριζω
Στο αγιαζι των λειμωνων * στη μονη ακτη του κοσμου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !




ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ


Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ


Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες με
το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.

Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, οι
νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.

Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και τρεις φορες με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει: μια
πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. Οπου
μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. Σαν να μην
ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που
τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.

Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.




ς'


ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμοναται τη χωρα μου!

Αετομορφα εχει τα ψηλα βουνα * στα ηφαιστεια κληματα σειρα
και τα σπιτια πιο λευκα * στου γλαυκου το γειτονεμα!

Της Ασιας αν αγγιζει απο τη μια * της Ευρωπης λιγο αν ακουμπα
στον αιθερα στεκει να * και στη θαλασσα μονη της!

Και δεν ειναι μητε ξενου λογισμος * και δικου της μητε αγαπη μια
μονο πενθος αχ παντου * και το φως ανελεητο!

Τα πικρα μου χερια με τον Κεραυνο * τα γυριζω πισω απ' τον Καιρο
τους παλιους φιλους καλω * με φοβερες και μ' αιματα!

Μα 'χουν ολα τα αιματα ξαντιμεθει * κι οι φοβερες αχ λατομηθει
και στον εναν ο αλλος μπαι * νουν εναντιον οι ανεμοι!

Της Δικαιοσυνης ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμονατε τη χωρα μου !




Θ'


ΑΥΤΟΣ ειναι
ο παντοτε αφανης δικος μας Ιουδας !
Θυρες επτα τον καλυπτουνε
και στρατιες επτα παχυνονται στην διακονια του.
Μηχανες αερος τον απαγουνε
και βαρυν απο γουνα και ταρταρουγα,
στα Ηλυσια μεσα και στους Λευκους Οικους τον αποθετουνε.
Και γλωσσα καμια δεν εχει, επειδη ολες δικες του -
Και καμια γυναικα, επειδη ολες δικες του -
Ο Παντοδυναμος !
Θαυμαζουν οι αφελεις
και σιμα στη λαμψη του κρυσταλλου χαμογελουν οι μαυροφορεμενοι,
και σκιρτουν των αντρων του Λυκαβητου
οι ημιγυμνες τιγρισσες !
Αλλα πορος κανεις για να περασει ο ηλιος τη φημη του στο μελλον,
Και ημερα Κρισεως καμια, επειδη
εμεις αδελφοι, εμεις η μερα της Κρισεως
και δικο μας το χερι που θ' αποθεωθει -
καταπροσωπο ριχνοντας τα αργυρια !




Ι'


ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλευασαν οι νεοι Αλεξανδρεις:
ιδεστε, ειπαν, ο αφελης περιηγητης του αιωνος !
Ο αναισθητος
που οταν ολοι εμεις θρηνουμε αυτος αγαλια
και οταν ολοι παλι αγαλιουμε
αυτος αναιτια σκυθρωπιαζει.
Στις κραυγες μας μπροστα προσπερνα και αδιαφορει
και τα σε μας αορατα με το αυτι στην πετρα,
σοβαρος και μονος προσεχει.
Ο χωρις φιλον κανενα
μητε οπαδο,
που εμπιστευεται μονον το σωμα του
και το μεγα μυστηριο στ' αγκαθοφυλλα μεσα του ηλιου αναζητει,
αυτος ειναι,
ο αποβλητος απο τις αγορες του αιωνος !
Επειδη νου δεν εχει
και απο ξενα δακρυα κερδος δε βγανει
και στο θαμνο που καιει την αγωνια μας
μοναχα καταδεχεται να ουρει.
Ο αντιχριστος και αναλγητος δαιμονιστης του αιωνος !
Που οταν ολοι εμεις πενθουμε,
αυτος ηλιοφορει.
Και οταν ειρηνη αγγελουμε,
μαχαιροφορει.
Καταπροσωπο μου οι νεοι Αλεξανδρεις εχλευασαν !




ζ'


ΑΥΤΟΣ αυτος ο κοσμος * ο ιδιος κοσμος ειναι
Των ηλιων και του κονιορτου * της τυρβης και του αποδειπνου
Ο υφαντης των αστερισμων * ο ασημωτης των βρυων
Στη χαση του θυμητικου * στο εβγα των ονειρων
Αυτος ο ιδιος κοσμος * αυτος ο κοσμος ειναι
Κυμβαλο κυμβαλο * και ματαιο γελιο μακρινο !

Αυτος αυτος κοσμος * ο ιδιος κοσμος ειναι
Ο σκυλευοντας την ηδονη * ο βιαζοντας τις κρηνες
Ο πανω απ' τους Κατακλυσμους * ο κατω απ' τους Τυφωνες
Ο γαμψος, ο κυφος * ο δασυς, ο πυρρος
Τις νυχτες με τη συριγγα * τις μερες με τη φορμιγγα
Στα σκυρα των πολιτειων * στους αρτεμωνες των αγρων
Αυτος ο πλατυκεφαλος * αυτος ο μακρυκεφαλος
Ο εκουσιος * ο ακουσιος
Ο υιος Αγγειθ * και ο Σολομων

Αυτος αυτος κοσμος * ο ιδιος κοσμος ειναι
Της Αμπωτης και του οργασμου * των τυψεων και της νεφωσης
Ο ευρέτης των ζωδιακων * ο τολμητιας των θόλων
Στην ακρη της εκλειπτικης * κι οσο που φτανει η Χτισις
Αυτος ο ιδιος κοσμος * αυτος ο κοσμος ειναι
Βουκινο βουκινο * και ματαιο νεφος μακρινο !




ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ


ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μερες εκεινου του χειμωνα, ενα πρωι
Σαββατου, σωρος αυτοκινητα και μοτοσυκλετες εζωσανε το μικρο
συνοικισμο του Λευτερη, με τα τρυπια τενεκεδενια παραθυρα και
τ' αυλακια των οχετων στον δρομο. Και φωνες αγριες βγανοντας,
εκατεβηκανε ανθρωποι με χυμενη την οψη στο μολυβι και μαλλια
ολόισα ιδιο αχερο. Προσταζοντας να συναχτουν οι αντρες ολοι στο
οικοπεδο με τις τσουκνιδες. Και ηταν αρματωμενοι απο πανου ως
κατου, με τις μπουκες χαμηλα στραμμενες κατα το μπουλουκι. Και
μεγαλος φοβος επιανε τα παιδια, επειδη τυχαινε, σχεδον ολα, να
κατεχουνε καποιο μυστικο στην τσεπη ή στην ψυχη τους. Αλλα
τροπος αλλος δεν ητανε, και χρεος την αναγκη κανοντας, λαβανε θεση
στη γραμμη, και οι ανθρωποι με το μολυβι στην οψη, το αχερο στα
μαλλια και τα κοντα μαυρα ποδηματα, ξετυλιξανε γυρω τους το
συρματοπλεγμα. Και κοψανε στα δυο τα συγνεφα, οσο που το
χιονονερο αρχισε να πεφτει, και τα σαγονια με κοπο κρατουσανε
τα δοντια στη θεση τους, μηπως τους φυγουν ή σπασουνε.


Τοτε, απ τ' αλλο μερος φανηκε αργα βαδιζοντας να 'ρχεται
Αυτος με το Σβησμενο Προσωπο, που σηκωνε το δαχτυλο κι οι ωρες
ανατριχιαζαν στο μεγαλο ρολόι των αγγελων. Και σε οποιον λαχαινε
να σταθει μπροστα, ευθυς οι αλλοι τον αρπαζανε και τον εσουρνανε
χαμου πατωντας τον. Ωσπου εφτασε καποτε η στιγμη να σταθει και
μπροστα στον Λευτερη. Αλλα εκεινος δε σαλεψε. Σηκωσε μονο αργα
τα ματια του και τα πηγε με μιας τοσο μακρια - μακρια μεσα στο
μελλον του - που ο αλλος ενιωσε το σκουντημα κι εγειρε πισω με
κιντυνο να πεσει. Και σκυλιαζοντας, εκανε ν' ανασηκωσει το μαυρο
του πανι, ναν του φτυσει καταμουτρα. Μα παλι ο Λευτερης δε σαλεψε.

Πανω σε κεινη τη στιγμη, ο Μεγαλος Ξενος, αυτος που ακολουθουσε
με τα τρια σειρητια στο γιακα, στηριζοντας τα χερια στη μεση του,
καγχασε: οριστε, ειπε, οριστε οι ανθρωποι που θελουνε , λεει, ν'
αλλαξουνε την πορεια του κοσμου ! Και μη γνωριζοντας οτι ελεγε την
αληθεια ο δυστυχης, καταπροσωπο τρεις φορες του καταφερε το
μαστιγιο. Αλλα τριτη φορα ο Λευτερης δε σαλεψε. Τοτε, τυφλος απο τη
λιγη περαση που 'χε η δυναμη στα χερια του, ο αλλος, μη γνωριζοντας
τι πραττει, τραβηξε το περιστροφο και του το βροντησε συρριζα
στο δεξι του αυτι.

Και πολυ τρομαξανε τα παιδια, και οι ανθρωποι με το μολυβι στην
οψη και τα κοντα μαυρα ποδηματα, κερωσαν. Επειδη πηγανε κ' ηρθανε
γυρω τα χαμοσπιτα, και σε πολλες μεριες το πισσοχαρτο επεσε και
φανηκανε μακρια, πισω απο τον ηλιο, οι γυναικες να κλαινε γονατιστες,
πανω σ' ενα ερμο οικοπεδο, γεματο τσουκνιδες και μαυρα πηχτα αιματα.
Ενω σημαινε δωδεκα ακριβως το μεγαλο ρολόι των αγγελων.



η'
(..................................)

Φυσηξεν η νυχτα * σβησανε τα σπιτια
κι ειναι αργα στην ψυχη μου
Δεν ακουει κανενας * οπου κι αν χτυπησω
η μνημη με σκοτωνει
Αδελφοι μου, λεει * μαυρες ωρες φτανουν
ο καιρος θα δειξει
Των ανθρωπων εχουν * οι χαρές μιανει
τα σπλαχνα των τερατων

Γυρισα τα ματια * δακρυα γιοματα
κατα το παραθυρι
Φωναξα στις πυλες * κι η φωνη μου πηρε
τη θλιψη των φονιαδων
Μες στης γης το κεντρο * φανηκε ο πυρηνας
που ολο σκοτεινιαζει
Κι η αχτιδα του ηλιου * γινηκεν, ιδεστε
ο μιτος του Θανατου !




ΙΑ'


ΟΠΟΥ, φωναζω, και να βρισκεστε, αδελφοι,
οπου και να πατει το ποδι σας,
ανοιξετε μια βρυση,
τη δικη σας βρυση του Μαυρογενη.
Καλο το νερο
και πετρινο το χερι του μεσημεριου
που κρατει τον ηλιο στην ανοιχτη παλαμη του.
Δροσερος ο κρουνος θ' αγγαλιασω.
Η λαλια που δεν ξερει απο ψεμα
μεγαλοφωνα το νου μου ν' απαγγειλει,
ευαναγνωστα να γινουν τα σωθικα μου.
Δεν μπορω,
η αγχονη τα δεντρα μου εξουθενωσε
και τα ματια μαυριζουν.
Δεν αντεχω
και τα σταυροδρομια που ηξερα εγιναν αδιεξοδα.
Σελδζουκοι ροπαλοφοροι καραδοκουν.
Χαγάνοι ορνεοκεφαλοι βυσσοδομουν.
Σκυλοκοιτες και νεκροσιτοι κι ερεβομανεις
κοπροκρατουν το μελλον.
Οπου και να σας βρισκει το κακο, αδελφοι,
οπου και να θολωνει ο νους σας,
μνημονευετε Διονυσιο Σολωμο
και μνημονευετε Αλεξανδρο Παπαδιαμαντη.
Η λαλια που δεν ξερει απο ψεμα
θ' αναπαυσει το προσωπο το μαρτυριου
με το λιγο βαμμα του γλαυκου στα χειλη.
Καλο το νερο
και πετρινο το χερι του μεσημεριου
που κρατει τον ηλιο στην ανοιχτη παλαμη του.
Οπου και να πατει το ποδι σας, φωναζω,
ανοιξετε, αδελφοι,
μια βρυση ανοιξετε,
τη δικη σας βρυση ανοιξετε,
την δικη σας βρυση του Μαυρογενη !




ΙΒ'


ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ μεσανυχτα, στους ορυζωνες του υπνου
απνοια που με τυρρανα και κακο κουνουπι της Σεληνης !
Τα σεντονια παλευω και τα ματια πηχτα
στο σκοταδι ματαια δοκιμαζω:
Ανεμοι γεροντες γενειοφοροι
των παλαιων μου θαλασσων φρουροι και κλειδοκρατορες
εσεις που κατεχετε το μυστικο
συρετε μου στα ματια ενα δελφινι
Στα ματια ενα δελφινι συρετε μου
να 'ναι ταχυ, κι ελληνικο, και να 'ναι η ωρα εντεκα !
Να περνα και να σβηνει την πλακα του βωμου
και ν' αλλαζει το νοημα του μαρτυριου
Οι αφροι του λευκοι να ν' αναπηδουν επανω
τον Ιερακα και τον Ιερεα να πνιξουν !
Να περνα και να λυνει το σχημα του Σταυρου
και στα δεντρα το ξυλο να επιστρεφει
Ο βαθυς τριγμος να μου θυμιζει ακομη
οτι αυτος που ειμαι, υπαρχω !
Η ουρα του η πλατια να μου αυλακωνει
απο το δρομο ανεχαραγο τη μνημη
Και στον ηλιο παλι να με αφηνει
σαν αρχαιο χαλικι των Κυκλαδων !
Τα σεντονια παλευω και τα χερια τυφλα
στο σκοταδι ματαια δοκιμαζω:
Ανεμοι γεροντες γενειοφοροι
των παλαιων μου θαλασσων φρουροι και κλειδοκρατορες
εσεις που κατεχετε το μυστικο
στην καρδια μου την Τριαινα χτυπησετε μου
και σταυρωσετε μου την με το δελφινι
Το σημειο που ειμαι αληθεια ο ιδιος
με την πρωτη νεοτητα ν' ανεβω
στο γλαυκο τ' ουρανου - κι εκει να εξουσιασω !





ΙΓ'


ΑΝΟΜΙΕΣ εμιαναν τα χερια μου, πως να τ' ανοιξω;
Κουστωδιες
29 γεμισανε τα ματια μου, που να κοιταξω;
Γιοι των ανθρωπων,τι να πω;
Τα φριχτα σηκωνει η γης κι η ψυχη τα φριχτοτερα !
Ευγε πρωτη νεοτης μου και αδαμαστο χειλι
που το βοτσαλο διδαξες της τρικυμιας
και στις μπορες μεσα, της βροντης αντιμιλησες
Ευγε πρωτη νεοτης μου !
Τοσο χωμα στις ρ
ιζες μου εριξες, που κι η σκεψη μου χλόισε !
Τοσο φως μες στο αιμα μου, που κι η αγαπη μου πηρε
το κρατος και το νοημα τ' ουρανου.
Καθαρος ειμαι απ' ακρη σ' ακρη
και στα χερια του Θανατου αχρηστο σκευος
και στα νυχια των αγροικων λεια κακη.
Γιοι των ανθρωπων, να φοβουμαι τι;
Παρετε μου τη θαλασσα με τους ασπρους βοριαδες,
το πλατυ το παραθυρο γεματο λεμονιες,
τα πολλα κελαηδισματα, και το κοριτσι το ενα
που και μονον αν αγγιξα η χαρα του μου αρκεσε
παρετε μου, τραγουδησα !
Παρετε μου τα ονειρα, πως να διαβασετε;
Παρετε μου τη σκεψη, που να την πειτε;
Καθαρος ειμαι απ' ακρη σ' ακρη.
Με το στομα φιλωντας εχαρηκα το παρθενο κορμι.
Τις ιδεες μου ολες ενησιωτησα.
Στη συνειδηση μου εσταξα λεμονι.




ΙΔ'


ΝΑΟΙ στο σχημα τ' ουρανου
και κοριτσια ωραια
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε !
Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
και πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε !
Φυγανε φυγανε
ο Ιουλιος με το φωτεινο πουκαμισο
και ο Αυγουστος ο πετρινος με τα μικρα του ανωμαλα σκαλια.
Φυγανε
και στα ματια μεσα των βυθων ανερμηνευτος εμεινε ο αστεριας
και στα βαθη μεσα των ματιων ανεπιδοτο εμεινε το ηλιοβασιλεμα !
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
Τειχισε τις πλευρες του κοσμου
και απο το μερος τ' ουρανου σηκωσε τις εννεα επαλξεις
και στην πλακα επανω του βωμου σφαγιασε το σωμα
τους φρουρους πολλους εστησε στις εξοδους.
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
Ναοι στο σχημα τ' ουρανου
και κοριτσια ωραια
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε !
Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
και πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε !
Φυγανε φυγανε
ο Μαϊστρος με το μυτερο του σανταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλογιστος με τα λοξα του κοκκινα πανια.
Φυγανε
και βαθια κατω απο το χωμα συννεφιασε ανεβαζοντας
χαλικι μαυρο
και βροντες, η οργη των νεκρων
και αργα στον ανεμο τριζοντας
εγυρισανε παλι με το στηθος μπροστα
φοβερα, των βραχων τ' αγαλματα !




θ'


ΤΙΣ ΝΕΦΕΛΕΣ αφηνοντας πισω τους * Ταξιδευουν των βραχων τ' αγαλματα
Με το στηθος μπροστα σα ν' αμπωχνουνε * Στους ανεμους μεσα τα μελλοντα
Μην οι γυπες τα παρουν κι αυτα * μυρωδια και χιμηξουν !

Η καμπανα σημαινοντας θανατο * Των χωριων τα κοπαδια κατεβηκαν
Στις πλαγιες που αγναντευουν το πελαγο * Και φωνη τούς ανεμους εταραξεν
Αχ η πεινα μας εχει, παιδια * την ψυχη σκοτεινιασει !

Στων εθνων τα κρυμμενα εργοστασια * Με το σταρι ετοιμαζουνε μεταλλα
Το θεριο που δε θελουνε θρεφουνε * Και το στομα του να γιγαντωνεται
Ωσπου να μη μεινει κανεις * και τα κοκαλα τριξουν !

Αλλα πριν στην κοιλαδα που σειστηκε * Λες και στένων ο Αδης εβοησε
Των σπιτιων οι σκεπες ξεκαρφωθηκαν * Και το θαυμα τ' ανελπιστο φανηκαν
Οι γυναικες ν' ακουν σιωπηλα * στων βρεφων τους το κλαμα !

Η ζωη που το θανατο γευτηκε * Σαν τον ηλιο γυμνη ξαναγυρισε
Και μην εχοντας αχ αλλο τιποτε * Η ζωη που τα παντα σπαταλησε
Στα χαλασματα καρφωσε μια * παπαρουνα που λαμπει !

Αν ποτε το γερακι ξαναδινε * Τη φωνη του προβατου που σπαραξε
Με τ' αυτι στο χορταρι θ' ακουγαμε * Των νεκρων την οργη πως γυμναζεται
Το σκοταδι ν' αρπαξει μεμιας * κι απ' την αλλη να δειξει !




ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ


Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ


Ειπεν ο λαος μου: το δικαιο που μου διδαξαν επραξα και ιδου αιωνες
αποκαμα ν' απαντεχω εξω απο την κλειστη θυρα της αυλης των προβατων.
Γνωριζε τη φωνη μου το ποιμνιο και στην καθε σφυριγματια μου
αναπηδουσε και βελαζε. Αλλοι ομως, και πολλες φορες ιο ιδιοι που πενευανε
την καρτερια μου, απο δεντρα και μαντρες πηδωντας, επατουσανε πρωτοι
το ποδι αυτοι μες στη μεση της αυλης των προβατων. Και ιδου παντα γυμνος
εγω και χωρις ποιμνιο κανενα, στεναζεν ο λαος μου. Και στα δοντια του
γυαλιζεν η αρχαια πεινα, και η ψυχη του ετριξε πανω στην πικρα της καθως
που τριζει επανω στο χαλικι το αρβυλο του απελπισμενου.

Τοτες αυτοι που κατεχουνε τα πολλα, ν' ακουσουνε τετοιο τριξιμο,
τρομαξαν. Επειδη το καθε σημαδι καταλεπτως γνωριζουνε και συχνα, μιλια
μακρια διαβαζουνε στο συμφερον τους. Παρευθυς λοιπον τα πεδιλα τ'
απατηλα ποδεθηκαν. Και μισοι πιανοντας τους αλλους μισους, απο τό 'να
και τ' αλλο μερος τραβουσανε, τετοια λογια λεγοντας: αξια και καλα τα εργα
σας, και οριστε αυτη αυτη που βλεπετε η θυρα η κλειστη της αυλης των
προβατων. Ασηκωστε το χερι και μαζι σας εμεις, και φροντιδα δικη μας η
φωτια και το σιδερο. Σπιτικα μη φοβαστε, φαμελιες μη λυπαστε, και ποτε
σε γιου ή πατερα ή μικρου αδερφου τη φωνη, πισω μη κανετε. Ειδέ τυχει
κανεις απο σας κι ή φοβηθει κι ή λυπηθει κι ή κανει πισω, να ξερει: επανω
του η φωτια που φεραμε και το σιδερο.

Και το λογο τους πριν αποσωσουν ειχε παρει ν' αλλαζει ο καιρος,
μακρια στο μαυραδι των νεφων και σιμα στο κοπαδι των ανθρωπων. Σα να
περασε αγερας χαμηλα βογγωντας και ν' αποριξε αδεια τα κορμια, διχως
μια σταλα θυμηση. Το κεφαλι μπλαβο και αλαλα αψηλα στραμμενο, μα το
χερι βαθια μεσα στην τσεπη, γραπωμενο απο κομματι σιδερο, της φωτιας
ή απ' τ' αλλα, πό 'χουν τη μυτη σουγλερη και την κοψη αθερα. Και βαδιζανε
καταπανου στον εναν ο αλλος, μη γνωριζοντας ο ενας τον αλλο. Και
σημαδευε κατα πατερα ο γιος και κατ' αδερφου μικρου ο μεγαλος. Που
πολλα σπιτικα πομεινανε στη μεση, και πολλες γυναικες απανωτα δυο και
τρεις φορες μαυροφορεσανε. Και που αν εκανες να βγεις λιγακι παραοξω,
τιποτε. Μονο αγερας βουιζοντας μεσα στα μεσοδοκια και στα λιγα καμενα
λιθαρια μεριες-μεριες οι καπνοι βοσκωντας τα κουφαρια των σκοτωμενων.

Μηνες τριαντα τρεις και πλεον βαστηξε το Κακο. Που τη θυρα
χτυπουσανε ν' ανοιξουνε της αυλης των προβατων. Και φωνη προβατου
δεν ακουστηκε παρεχτος επανω στο μαχαιρι. Και φωνη θυρας ουτε,
παρεχτος στην ωρα που 'γερνε μες στις φλογες τις υστερες να καει.
Επειδη αυτος ο λαος μου η θυρα και αυτος ο λαος μου η αυλη και το
ποιμνιο των προβατων.




ι'


ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αιματα * με πορφυρωσαν
Και χαρες ανειδωτες * με σκιασανε
Οξειδωθηκα μες στην * νιοτια
των ανθρωπων
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Στ' ανοιχτα του πελαγου * με καρτερεσαν
Με μπομπαρδες τρικαταρτες * και μου ριξανε
Αμαρτια μου νά 'χα * κι εγω
μιαν αγαπη
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Τον Ιουλιο καποτε * μισανοιξανε
Τα μεγαλα ματια της * μες στα σπλαχνα μου
Την παρθενα ζωη μια * στιγμη
να φωτισουν
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Κι απο τοτε γυρισαν * καταπανω μου
Των αιωνων οργητες * ξεφωνιζοντας
"Ο πού σ' ειδε, στο αιμα * ζει
και στην πετρα"
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο

Της πατριδας μου παλι * ομοιωθηκα
Μες στις πετρες ανθισα * και μεγαλωσα
Των φονιαδων το αιμα * με φως
ξεπληρωνω
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο



ΙΕ'

ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θελησες και να, στο ανταποδιδω
Τη συγγνωμη δεν εδωσα,
την ικεσια δεν εστερξα,
την ερημια την αντεξα σαν το χαλικι.
Τι, τι, τι αλλο μου μελλεται;
Τα κοπαδια των αστρων οδηγω στην αγγαλη σου
κι η Αυγη , πριν προλαβω, στα διχτυα της με παρασυρει,
που συ τη θελησες !
Λοφους με καστρα και πελαγη με καρποφορα
στεριωνω στον ανεμο
κι η καμπανα τα πινει, αργα, του δειλινου,
που συ τη θελησες !
Υψωνω χορτα σα να φωναζω μ' ολα τα φρενα μου
και να τα παλι που καταπεφτουν
απο το καμα του Ιουλιου,
που συ θελησες !
Τι λοιπον, τι αλλο, τι νεο μου μελλεται;
Ιδου που εσυ μιλεις κι εγω αληθευω.
Σφεντοναω την πετρα και βρισκει επανω μου.
Ορυχεια βαθαινω και τους ουρανους εργαζομαι.
Τα πουλια κυνηγω και στο βαρος τους χανομαι.
Θεε μου συ με θελησες και να, στο ανταποδιδω.
Τα στοιχεια που εισαι,
ημερες και νυχτες,
ηλιοι κι αστερες, θυελλες και γαληνη,
ανατρεπω στην ταξη κι εναντιον τα βαζω
του δικου μου θανατου,
που συ τον θελησες !



ΙS'

ΕΝΩΡΙΣ εξυπνησα τις ηδονες
ενωρις τη λεύκα μου αναψα
με το χερι μπροστα στη θαλασσα προχωρησα
εκει μονος την εστησα :
Φυσηξες και με κυκλωσαν οι τρικυμιες
ενα-ενα μου πηρες τα πουλια -
Θεε μου με φωναζες και πως να φυγω ;
Κοιταξα μες στο μελλον τους μηνες και τα χρονια
που ξανα θα γυρισουνε χωρις εμενα
και δαγκωθηκα τοσο βαθια
που αργα το αιμα μου ενιωσα ν' αναβλυζει ψηλα
και να σταζει απ' το μελλον μου.
Εσκαψα μες στο χωμα την ωρα που ημουν ο ενοχος
και τρεμοντας εσηκωσα το θυμα στα χερια μου
και του μιλησα τοσο απαλα που αργα τα ματια του ανοιξαν και σταλαξανε τη δροσια
στο χωμα που ημουν ο ενοχος.
Εριξα το σκοταδι στο κρεβατι του ερωτα
με του κοσμου τα πραγματα στο νου μου γυμνα
και το σπερμα μου τιναξα τοσο μακρια
που αργα οι γυναικες γυρισαν μες στον ηλιο και πονεσαν
και γεννησανε παλι τα ορατα.
Θεε μου με φωναζες και πως να φυγω ;
Ενωρις εξυπνησα τις ηδονες
ενωρις τη λεύκα μου αναψα
με το χερι μπροστα στη θαλασσα προχωρησα
εκει μονος την εστησα:
Φυσηξες και λαχταρησαν τα σωθικα μου
ενα-ενα μου γυρισαν τα πουλια !




ια'


ΘΑ ΚΑΡΩ Μοναχος * των θαλερων πραγματων
Σεμνα θα υπηρετω * την ταξη των πουλιων
Στον ορθρο της Συκιας * απο τις νυχτες θα 'ρχομαι
Καταδροσος * να φερω στην ποδιά μου
Το κυανο * το ροδινο το μωβ
Και τις γενναίες του νερου * ν' αναβω
Σταγονες * ο γενναιοτερος

Εικονισματα θα * 'χω τ' αχραντα κοριτσια
Ντυμενα στου πελα * γους μονο το λινο
Θα δεομαι να πα * ρει της μυρτιας το ενστικτο
Η αγνοτη μου * και τους μυωνες θηριου
Το ποταπο * το δυστροπο το αχνο
Στα σφριγηλα σωθικα * να πνιξω
Για παντα * ο σφριγηλατοτερος

Θα περασουν καιροι * πολλων ανομηματων
Του κερδους της τιμης * των τυψεων του δαρμου
Λυσσωντας θα χιμαει * ο Βουκεφαλας του αιματος
Τις ασπρες μου * λαχταρες να λαχτισει
Την αντρεια * τον ερωτα το φως
Και κραταιές οσφραινοντας * τις να χλι-
μιντρισει * ο κραταιοτερος.

Αλλα τοτε στις έξ * των υψωμενων κρινων
Που η κριση μου θα κα * νει ρηγμα του Καιρου
Η ενδεκατη εντολη * θ' αναδυθει απ' τα ματια μου
θα 'ναι αυτος * ο κοσμος ή δε θα 'ναι
Ο Τοκετος * η Θεωσις το Αεί
Που με τα δικαια της ψυχης * μου θα 'χω
Κηρυξει * ο δικαιοτερος




ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ



ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ


ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετα την Αμαρτια που την ειπανε Αρετη μεσα
στις εκκλησιες και την ευλογησαν. Λειψανα παλιων αστρων και γωνιες
αραχνιασμενες τ' ουρανου σαρωνοντας η καταιγιδα που θα γεννησει
ο νους του ανθρωπου. Και των αρχαιων Κυβερνητων τα εργα
πληρωνοντας η Χτισις, θα φριξει. Ταραχη θα πεσει στον Αδη, και το
σανιδωμα θα υποχωρησει απο την πιεση τη μεγαλη του ηλιου. Που
πρωτα θα κρατησει τις αχτιδες του, σημαδι οτι καιρος να λαβουνε
τα ονειρα εκδικηση. Και μετα θα μιλησει και θα πει: εξοριστε
Ποιητη, στον αιωνα σου, λεγε, τι βλεπεις ;

-Βλεπω τα εθνη, αλλοτες αλαζονικα, παραδομενα στη σφηκα
και στο ξυνοχορτο.
-Βλεπω τα πελεκια στον αερα σκιζοντας προτομες Αυτοκρατωρων
και στρατηγων.
-Βλεπω τους εμπορους να εισπραττουν σκυβοντας το κερδος των
δικων τους πτωματων.
-Βλεπω την αλληλουχια των κρυφων νοηματων.

Χρονους πολλους μετα την Αμαρτια που την ειπανε Αρετη μεσα
στις εκκλησιες και την ευλογησαν.Αλλα πριν, ιδου θα γινουν οι ωραιοι
που ναρκισσευτηκαν στις τριοδους Φιλιπποι και Ροβερτοι. Θα φορεσουν
αναποδα το δαχτυλιδι τους, και με καρφι θα χτενισουνε το μαλλι τους,
και με νεκροκεφαλες θα στολισουνε το στηθος τους, για να δελεασουν τα
γυναια. Και τα γυναια θα καταπλαγουν και θα στερξουν. Για να εβγει
αληθινος ο λογος, οτι σιμα η μερα οπου το καλλος θα παραδοθει στις
μυγες της αγορας. Και θα αγαναχτησει το κορμι της πορνης μην εχοντας
τι αλλο να ζηλεψει. Και θα γινει κατηγορος η πορνη σοφων και μεγιστανων,
το σπερμα που υπηρετησε πιστα, σε μαρτυρια φερνοντας. Και θα τιναξει
πανουθε την καταρα, κατα την Ανατολη το χερι τεντωνοντας και φωναζοντας:
εξοριστε Ποιητη, στον αιωνα σου, λεγε, τι βλεπεις;

-Βλεπω τα χρωματα του Υμηττου στη βαση την ιερη του Νεου
Αστικου μας Κωδικα.
-Βλεπω τη μικρη Μυρτω, την πορνη απο την Σικινο, στημενη πετρινο
αγαλμα στην πλατεια της Αγορας με τις Κρηνες και τα ορθα Λεονταρια.
-Βλεπω τους εφηβους και βλεπω τα κοριτσια στην ετησια Κληρωση
των Ζευγαριων.
-Βλεπω ψηλα, μες στους αιθερες το Ερέχθειο των Πουλιων.

Λειψανα παλιων αστρων και γωνιες αραχνιασμενες τ' ουρανου
σαρωνοντας η καταιγιδα που θα γεννησει ο νους του ανθρωπου. Αλλα
πριν, ιδου θα περασουν γενεες το αλετρι τους πανω στη στερφα γης.
Και κρυφα θα μετρησουν την ανθρωπινη πραματεια τους οι Κυβερνητες,
κηρυσσοντας πολεμους. Οπου θα χορταστουνε ο Χωροφυλακας και ο
Στρατοδικης. Αφηνοντας το χρυσαφι στους αφανεις, να εισπραξουν αυτοι
τον μιστό της υβρης και του μαρτυριου. Και μεγαλα πλοια θ' ανεβασουν
σημαιες, εμβατηρια θα παρουν τους δρομους, οι εξωστες να ρανουν με
ανθη το Νικητη. Που θα ζει στην οσμη των πτωματων. Και του λακκου σιμα
του το στομα, το σκοταδι θ' ανοιγει στα μετρα του, κραζοντας: εξοριστε Ποιητη,
στον αιωνα σου, λεγε, τι βλεπεις ;
-Βλεπω τους Στρατοδικες να καινε σαν κερια, στο μεγαλο τραπεζι
της Αναστασεως.
-Βλεπω τους Χωροφυλακους να προσφερουν το αιμα τους, θυσια
στην καθαριοτητα των ουρανων.
-Βλεπω τη διαρκη επανασταση φυτων και λουλουδιων.
-Βλεπω τις κανονιοφορους του Ερωτα.

Και των αρχαιων Κυβερνητων τα εργα πληρωνοντας η Χτισις, θα φριξει.
Ταραχη θα πεσει στον Αδη, και το σανιδωμα θα υποχωρησει απο την πιεση τη
μεγαλη του ηλιου. Αλλα πριν, ιδου θα στεναξουν οι νεοι και το αιμα τους αναιτια
θα γερασει. Κουρεμενοι καταδικοι θα χτυπησουν την καραβανα τους πανω στα
καγγελα. Και θα αδειασουν ολα τα εργοστασια, και μετα παλι με την επιταξη θα
γεμισουν, για να βγαλουνε ονειρα συντηρημενα σε κουτια μυριαδες, και χιλιαδων
λογιων εμφιαλωμενη φυση. Και θα 'ρθουνε χρονια χλωμα και αδυναμα μεσα στη
γαζα. Και θα 'χει ο καθενας τα λιγα γραμμαρια της ευτυχιας. Και θα 'ναι τα
πραγματα μεσα του κιολας ωραια ερειπια. Τοτε, μην εχοντας αλλη εξορια, που
να θρηνησει ο Ποιητης, την υγεια της καταιγιδας απο τ' ανοιχτα του του στηθη
αδειαζοντας, θα γυρισει για να σταθει στα ωραια μεσα ερειπια. Και τον πρωτο
λογο του ο στερνος των ανθρωπων θα πει, ν' αψηλωσουν τα χορτα, η γυναικα στο
πλάι του σαν αχτιδα του ηλιου να βγει. Και παλι θα λατρεψει τη γυναικα και θα την
πλαγιασει στα χορτα καθως του εταχθη. Και θα λαβουνε τα ονειρα εκδικηση, και θα
σπειρουνε γενεες στους αιωνες των αιωνων !



ιβ'

Ανοιγω το στομα μου * κι αναγαλιαζει το πελαγος
Και παιρνει τα λογια μου * στις σκοτεινες του σπηλιες
Και στις φωκιες τις μικρες * τα ψιθυριζει
τις νυχτες που κλαιν * των ανθρωπων τα βασανα.

Χαραζω τις φλεβες μου * και κοκκινιζουν τα ονειρα
Και τσερκουλα
30 γινονται * στις γειτονιες των παιδιων
Και σεντονια στις κοπε * λες που αγρυπνουνε
Κρυφα για ν' ακουν * των ερωτων τα θαυματα.

Ζαλιζει τ' αγιοκλημα * και κατεβαινω στον κηπο μου
Και θαβω τα πτωματα * των μυστικων μου νεκρων
Και το λωρο το χρυσο * των προδομενων
Αστερων τους κο * βω να πεσουν στην αβυσσο.

Σκουριαζουν τα σιδερα * και τιμωρω τον αιωνα τους
Εγω που δοκιμασα * τις μυριαδες αιχμες
Κι απο γιουλια και ναρκισ * σους το καινουργιο
Μαχαιρι ετοιμα * ζω που αρμοζει στους Ηρωες.

Γυμνωνω τα στηθη μου * και ξαπολυουνται οι ανεμοι
Κι ερειπια σαρωνουνε * και χαλασμενες ψυχες
Κι απ' τα νεφη τα πυκνα * της καθαριζουν
Τη γη, να φανουν * τα Λιβαδια τα Παντερπνα !



ΙΖ'

ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινη και αναμαρτητη τωρα πορευομαι.
Τωρα μ' ακολουθουν αναλαφρα πλασματα
με τους ιριδισμους του πόλου στα μαλλια
και το πραο στο δερμα χρυσαφισμα.
Μες στα χορτα προβαινω, με το γονατο πλωρη
κι η ανασα μου διωχνει απ' την οψη της γης
τις στερνες τολυπες του υπνου.
Και τα δεντρα βαδιζουν στο πλάι μου, εναντιον του ανεμου.
Μεγαλα μυστηρια βλεπω και παραδοξα :
Κρηνη την κρυπτη της Ελενης.
Τριαινα με δελφινι το σημαδι του Σταυρου.
Πυλη λευκη το ανοσιο συρματοπλεγμα.
Οθε με δοξα θα περασω.
Τα λογια που με προδωσαν και τα ραπισματα εχοντας
γινει μυρτιες και φοινικοκλαρα :
Ωσαννα σημαινοντας ο ερχομενος !
Ηδονη καρπου βλεπω τη στερηση.
Ελαιωνες λοξους με γαλαζιο αναμεσα στα δαχτυλα
τους χρονους της οργης πισω απ' τα σιδερα.
Και γιαλον απεραντο, απο μαγγανεια
31 ωραιων ματιων βρεμενο,
τον βυθο της Μαρινας.
Οπου αγνος θα περπατησω.
Τα δακρυα που με προδωσαν και οι ταπεινωσεις εχοντας
γινει πνοες και ανεσπερα πουλια:
Ωσαννα σημαινοντας ο ερχομενος !
Σε χωρα μακρινη και αναμαρτητη τωρα πορευομαι.



ΙΗ'

ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινη και αριτιδωτη τωρα πορευομαι.
Τωρα μ' ακολουθουν κοριτσια κυανα
κι αλογακια πετρινα
με τον τροχισκο του ηλιου στο πλατυ μετωπο.
Γενεες μυρτιας μ' αναγνωριζουν
απο τοτε που ετρεμα στο τεμπλο του νερου,
αγιος, αγιος, φωναζοντας.
Ο νικησαντας τον Αδη και τον Ερωτα σωσαντας,
αυτος ο Πριγκηπας των Κρινων.
Κι απο κεινες παλι τις πνοες της Κρητης,
μια στιγμη ζωγραφιζομουν.
Για να λαβει ο κροκος απο τους αιθερες δικαιο.
Στον ασβεστη τωρα τους αληθινους μου νομους
κλεινω κι εμπιστευομαι.
Μακαριοι, λεγω, οι δυνατοι που αποκρυπτογραφουνε το Ασπιλο.
Γι αυτων τα δοντια η ρογα που μεθα,
στων ηφαιστειων το στηθος και στο κλημα των παρθενων.
Ιδου, ας ακολουθησουνε τα βηματα μου !
Σε χωρα μακρινη και αρυτιδωτη τωρα πορευομαι.
Τωρα το χερι του Θανατου
αυτο χαριζει τη Ζωη
και ο υπνος δεν υπαρχει.
Χτυπα η καμπανα του ΄μεσημεριου
κι αργα στις πετρες τις πυρρέσ χαραζονται τα γραμματα:
ΝΥΝ και ΑΕΙ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιεν, αιεν και νυν τα πουλια κελαηδουν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τιμημα.



ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρωτη
χαραγμενη στην πετρα ευχη του ανθρωπου
η αλκη
32 μες στο ζωο που οδηγει τον ηλιο
το φυτο που κελαηδησε και βγηκε η μερα

Η στερια που βουτα και υψωνει αυχενα
ενα λιθινο αλογο που ιππευει ο ποντος
οι μικρες κυανες φωνες μυριαδες
η μεγαλη λευκη κεφαλη Ποσειδωνος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι της Γοργονας
που κρατα το τρικαταρτο σα να το σωζει
σα να το κανει ταμα στους ανεμους
σα να λεει να τ' αφησει και παλι οχι

Ο μικρος ερωδιος33 της εκκλησιας
η εννια το πρωι σαν περγαμοντο
ενα βοτσαλο απεφθο μεσα στο βαθος
τ' ουρανου του γλαυκου φυτειες και στεγες

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργουνε
που σηκωνουν το πελαγος σα Θεοτοκο
που φυσουν και αναβουνε τα πορτοκαλια
που σφυριζουν στα ορη κι ερχονται
Οι αγενειοι δοκιμοι της τρικυμιας
οι δρομεις που διανυσαν τα ουρανια μιλια
οι Ερμηδες με το μυτερο σκιαδι
και του μαυρου καπνου το κηρυκειο

Ο Μαϊστρος, ο Λεβαντες, ο Γαρμπης
ο Πουνεντες, ο Γραιγος, ο Σιροκος
η Τραμουντανα, η Οστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξυλινο τραπεζι
το κρασι το ξανθο με την κηλιδα του ηλιου
του νερου τα παιχνιδια στο ταβανι
στη γωνια το φυλλοδεντρο που εφημερευει

Οι λιθιες και τα κυματα χερι με χερι
μια πατουσα που συναξε σοφια στην αμμο
ενας τζιτζικας που επεισε χιλιαδες αλλους
η συνειδηση παμφωτη σαν καλοκαιρι.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το καμα που κλωτσαει
στο γιοφυρι απο κατω τα ωραια κοτρονια
τα σκατα των παιδιων με την πρασινη μυγα
ενα πελαγος βραζοντας και διχως τελος
Οι δεκαεξι νοματοι που τραβουν την τρατα
ο ακαθιστος γλαρος ο αργοπλευστης
οι φωνες οι αδεσποτες της ερημιας
ενος ισκιου μεσα στον τειχο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μινιο και με το φουμο
τα νησια με το σπονδυλο καποιανου Δια
τα νησια με τους ερημους ταρσαναδες
τα νησια με τα ποσιμα γαλαζια ηφαιστεια

Στο μελτεμι τα ορτσαροντας με κοντρα-φλοκο
Στο γαρμπη τ' αρμενιζοντας ποντζα-λαμπαντα
εως ολο το μακρος τους τ' αφρισμενα
με λιτριδια μαβια και με ηλιοτροπια

Η Σιφνος, η Αμοργος, η Αλοννησος
η Θασος, η Ιθακη, η Σαντορινη
η Κως, η Ιος, η Σικινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πετρινο πεζουλι
αντικρυ του πελαγους η Μυρτω να στεκει
σαν ωραιο οκτω ή σαν κανατι
με την ψαθα του ηλιου στο ενα χερι
Το πορωδες και ασπρο μεσημερι
ενα πουπουλο υπνου που ανεβαινει
το σβησμενο χρυσαφι μες στους πυλωνες
και το κοκκινο αλογο που δραπετευει

Του κορμου του αρχαιου του δεντρου η Ηρα
ο δαφνωνας ο απεραντος ο φωτοφαγος
ενα σπιτι σαν αγκυρα κατω στο βαθος
η Κυρα-Πηνελοπη με την ηλακατη

Της αντιπερα οχθης των πουλιων ο βοσπορος
ενα κτιριο απ' οπου ο ουρανος εχυθηκε
η γλαυκη ακοη μιση κατω απ' το πελαγος
μακροσυσκιοι ψιθυροι νυμφών και σφένταμων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορταζοντας τη μνημη
των αγιων Κηρυκου και Ιουλιτης
ενα θαυμα να καιει στους ουρανους τ' αλωνια
ιερεις και πουλια να τραγουδουν το χαιρε :

ΧΑΙΡΕ η Καιομενη και χαιρε η Χλωρη
Χαιρε η Αμεταμελητη με το πρωραιο σπαθι

Χαιρε η που πατεις και τα σημαδια σβηνονται
Χαιρε η που ξυπνας και τα θαυματα γινονται

Χαιρε του παραδεισου των βυθων η Αγρια
Χαιρε της ερημίας των νησων η Αγια

Χαιρε η Ονειροτοκος χαιρε η Πελαγινη
Χαιρε η Αγκυροφορος και η Πενταστέρινη

Χαιρε με τα λυτα μαλλια η χρυσιζοντας τον ανεμο
Χαιρε με την ωραια λαλια η δαμαζοντας τον δαιμονα

Χαιρε που καταρτιζεις τα Μηναια των κηπων
Χαιρε που αρμοζεις τη ζωνη του Οφιουχου

Χαιρε η ακριβοσπαθιστη και σεμνη
Χαιρε η προφητικια και δαιδαλικη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χωμα που ανεβαζει
μιαν οσμη κεραυνου σαν θειαφι
του βουνου ο πυθμενας οπου θαλλουν
οι νεκροι ανθη της αυριον

Ο χωρις δισταγμους ενστικτος νομος
ο σφυγμος ο ταχυς παικτης του βιου
ο αιματινος θρομβος ο σωσιας του ηλιου
κι ο κισσος ο αλτης των χειμωνων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο ροπτρο-σκαραβαιος34
το παρατολμο δοντι μες στο ψυχος του ηλιου
ο Απριλης που ενιωσε ν' αλλαζει φυλο
της πηγης το μπουμπουκι ο,τι που ανοιγει

Το χειραμαξο γερνοντας με τό 'να πλάι
μια χρυσομυγα που αναψε φωτια στο μελλον
του νερου η αορατη αορτη που παλλει
και γι ' αυτο ζωντανη κρατα η γαρδενια

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικοσιτα της Νοσταλγιας
τα λουλουδια τα νηπια της βροχης που τρεμουν
τα μικρα και τετραποδα στο μονοπατι
Τ' αψηλα στους ηλιους και τα ρεμβοκινητα
Τα σεμνα με την κοκκινη αρρεβωνα
τα κομπαζοντας εφιππα μες στους λειμωνες
τα σε καθαρο ουρανο εργασμενα
τα στοχαστικα και τα χιμαιροποικιλτα

Το κρινο, το Τριανταφυλλο, το Γιασεμι
ο Μενεξες, η Πασχαλια, ο Υακινθος
το Γιουλι, το Ζαμπακι, το Αστρολουλουδο

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το συννεφο στη χλοη
στο βρεμενο αστραγαλο το "φρτ" της σαυρας
το βαθυ της Μνησαρετης βλεμμα
που δεν ειναι αρνιου και αφεση δινει

Της καμπανας ο ανεμος ο χρυσεγερτης
ο ιππεας που παει ν' αναληφτει στη δυση
και ο αλλος ιππεας ο νοητος που παει
της φθορας τον καιρο ν' ανασκολισει

Μιας νυχτος Ιουνιου η νηνεμια
γιασεμια και φουστανια στοπεριβολι
το ζωακι των αστρων που ανεβαινει
της χαρας η στιγμη λιγο πριν κλαψει
Ενας κομπος ψυχης κι ουτε πια λεξη
σαν παραθυρο αδειο η Αρετουσα
και ο ερωτας ελθοντ' εξ' οράνω
πορφυριαν παρθεμενον χλαμυν35

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπιας
τα κοριτσια οι παραπλανημενες Πλειαδες
τα κοριτσια τ' Αγγεια των Μυστηριων
τα γεματα ωσ πανω και τ' απυθμενα

Τα στυφα στο σκοταδι και ομως θαυμα
τα γραμμενα στο φως και ομως μαυριλα
τα στραμμενα επανω τους οπως οι φαροι
τα ηλιοβορα και τα σεληνοβαμονα

Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια

Των ψιθυρων η επωαση μες στα κοχυλια
μια χαμενη σαν ονειρο : η Αριγνώτα36
ενα φως μακρινο που λεει : κοιμησου
σαστισμενα φιλια σαν πληθος δεντρα
Το λιγακι πουκαμισο που τρωει ο αερας
το χνουδακι το χλόινο πανω στην κνημη
του αιδοιου το μενεξεδενιο αλατι
και το κρυο νερο της Πανσεληνου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινο τραγουδι
ο μυχός της Ελενης με το κυματακι
τα φραγκοσυκα φεγγοντας μες στη μασχαλη
ερειπιωνες37 του μελλοντος και της αραχνης

Τα νυχτερια τ' ατελειωτα μεσα στα σπλαχνα
το ρολόι το άυπνο που δεν φελαει
ενα μαυρο κρεβατι που ολο πλεει
στα τραχια τα παραλια του Γαλαξια

ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα ορθια με το μαυρο ποδι
τα καραβια οι αιγες των Υπερβορειων38
τα βια οι πεσσοι39 του Πολικου και του Υπνου
τα καραβια οι Νικοθοες κι οι Ευαδνες

Τα γεματα βοριαδες και φουντουκι του Ορους
τα μυριζοντας μουργα και χαρουπι αρχαιο
τα γραμμενα στη μασκα τους καθως οι Αγιοι
τα την ιδια στιγμη λοξα και ακινητα
Η Αγγελικα, ο Πολικος, οι Τρεις Ιεραρχαι
Ο Ατρομητος, η Αλκυων, η Ναυκρατουσα
το Μαρακι, το Εχει ο Θεος, η Ευαγγελιστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κυμα που αγριευει
και σηκωνεται πεντα οργιες επανω
τα χυμενα μαλλια στο ορνεο που γυριζει
και χτυπιεται στα τζαμια με την καταιγιδα

Η Μαρινα καθως προτου να υπαρξει
με του σκυλου το καυκαλο και τα δαιμονια
η Μαρινα το κερας της Σεληνης
η Μαρινα ο χαλασμος του κοσμου

Τα μουραγια ξεσκεπαστα στη σοροκαδα
ο παπας των νεφων που αλλαζει γνωμη
τα καημενα τα σπιτια που το ενα στο αλλο
ακουμπουνε γλυκα και αποκοιμιουνται

Της μικρης βροχης το λυπημενο προσωπο
η παρθενα ελια το λοφο ανηφοριζοντας
ουτε μια φωνη στα κουρασμενα συννεφα
της πολιχνης το σαλιγγαρακι που εσπασε
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρος και μονος
ο απο πριν χαμενος εσυ νά 'σαι
Ποιητης που δουλευει το μαχαιρι
στο ανεξιτηλο τριτο του χερι:

ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θανατος και αυτος η Ζωη
Αυτος το Απροβλεπτο και αυτος οι Θεσμοι

Αυτος η ευθεια του φυτου η το σωμα τεμνοντας
Αυτος η εστια του φακου η το πνευμα καιγοντας

Αυτος η διψα η μετα την κρηνη
Αυτος ο πολεμος ο μετα την ειρηνη

Αυτος ο θεωρος των κυματων ο Ιων
Αυτος ο Πυγμαλιων40 πυρος και τερατων

Αυτος η θρυαλλιδα41 που απο τα χειλη αναβει
Αυτος η αορατη σηραγγα που υπερκερα42 τον Αδη

Αυτος ο Ληστης της ηδονης που δε σταυρωνεται
Αυτος ο Οφις που με το Σταχυ ενωνεται

Αυτος το σκοτος και αυτος η ομορφη αφροσυνη
Αυτος των ομβρων του φωτος η εαροσυνη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γυρισμα του Λυκου
στο ρυγχος του ανθρωπου και αυτο στου αγγελου
τα εννεα σκαλια που ανεβηκε ο Πλωτινος43
το χασμα του σεισμου που εγιομισε ανθη

Το λιγακι που αγγιζοντας αφηνει ο γλαρος
και φωτιζει τα βοτσαλα σαν αθωοτης
η γραμμη που χαραζεται μες στην ψυχη σου
και το πενθος μηνα του Παραδεισου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασιας
αχερουσιο σαλπισμα και πυρινη ωχρα
το καιουμενο ποιημα και ηχειο θανατου
οι δορυαιχμες λεξεις και αυτοκτονες

Το ενδομυχο φως που ασπρογαλιαζει
κατ' εικονα και ομοιωση του απειρου
τα χωρις εκμαγειο44 βουνα που βγαζουν
απαραλλαχτες οψεις οψεις του αιωνιου

ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οιηση45 των ερειπιων
τα βουνα τα βαρυθυμα, τα μαστοφορα
τα βουνα τα σαν υφαλα μιας οπτασιας
τα κλεισμενα ολουθε και τα σαρανταπορα
Τα γεματα ψιλοβροχο σαν μοναστηρια
τα χωμενα στο πουσι46 των προβατων
τα ηρεμα πηγαινοντας καθως βουκολοι
με το μαυρο ζιμπουνι και με το πανωμαντιλο

Η Πινδος, η Ροδοπη, ο Παρνασσος
ο Ολυμπος, η Τυμφρηστος, ο Ταϋγετος
η Διρφυς, ο Αθως, ο Αινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διασελο που ανοιγει
αιωνιου γαλαζιο οδο στα νεφη
μια φωνη που παραπεσε μες στην κοιλαδα
μια ηχω που σαν βαλσαμο την ηπιε η μερα

Των βοδιων η προσπαθεια που σερνουν
τους ελαιωνες προς τη δυση
ο καπνος ο αταραχος που παει
των ανθρωπων τα εργα να διαλυσει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το περασμα του λυχνου
το γεματο χαλασματα και μαυρους ισκιους
η σελιδα που γραφτηκε κατω απ' το χωμα
το τραγουδι που ειπε η Λυγερη στον Αδη
Τα ξυλογλυπτα τερατα πανω σρο τεμπλο
οι αρχαιες οι λευκες οι ιχθυοφορες
οι ερασμιες Κορες με το πετρινο χερι
ο λαιμος της Ελενης ωσαν παραλια

Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δεντρα με την ευδοκια
η παρασηματικη ενος αλλου κοσμου
η παλια δοξασια οτι υπαρχει παντα
το πολυ σιμα και ομως αορατο

Η σκια που τα γερνει με το πλάι στο χωμα
ενα κατι του κιτρινου στη θυμηση τους
η αρχαια τους ορχηση πανω απο τους ταφους
η σοφια τους η αδιατιμητη

Η Ελια, η Ροδια, η Ροδακινια
το Πευκο, η Λευκα, ο Πλατανος
ο Δρυς, η Οξυα, το Κυπαρισσι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναιτιο δακρυ
ανατελλοντας αργα στα ωραια ματια
των παιδιων που κρατιουνται χερι-χερι
των παιδιων που κοιταζουνται και δε μιλιουνται
Των ερωτων το τραυλισμα πανω στα βραχια
ενας φαρος που εκτονωσεν αιωνων θλιψη
το τριζονι το επιμονο καθως η τυψη
και το μαλλινο ερημο μεσα στ' αγιαζι

Ο στυφος μες στα δοντια επιορκος δυοσμος
δυο χειλη που αδυνατο να στερξουν - και ομως
το "αντιο" στα τσινορα που λιγο λαμπει
και μετα ο για παντοτε θολος κοσμος

Το αργο και βαρυ των καταιγιδων οργανο
στην καταστραμμενη του φωνη ο Ηρακλειτος
των φονιαδων η αλλη πλευρα η αθεατη
το μικρο "γιατι" που εμεινε αναπαντητο

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι που επιστρεφει
απο φονο φριχτον και τωρα ξερει
ποιος αληθεια ο κοσμος που υπερεχει
ποιο το "νυν" και ποιο το "αιεν" του κοσμου :

ΝΥΝ το αγριμι της μυρτιας Νυν η κραυγη του Μαη
ΑΙΕΝ η ακρα συνειδηση Αιεν η πλησιφαη

Νυν νυν η παραισθηση και του υπνου η μιμική
Αιεν αιεν ο λογος και Τροπις η αστρικη
Νυν των λεπιδοπτερων το νεφος το κινουμενο
Αιεν των μυστηριων το φως το περιιπταμενο

Νυν το περιβλημα της Γης και η Εξουσια
Αιεν η βρωση της Ψυχης και η Πεμπτουσια

Νυν της Σεληνης το μελαγχρωμα το ανιατο
Αιεν το χρυσοκυανο του Γαλαξια σελαγισμα47

Νυν των λαων το αμαλγαμα και ο μαυρος Αριθμος
Αιεν της Δικης το αγαλμα και ο μεγας Οφθαλμος

Νυν η ταπεινωση των Θεων η σποδος του Ανθρωπου
Νυν Νυν το μηδεν

και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !






Παραθέσεις


1 Πολλες φορες, απ' τα νιατα μου με πολεμησαν αλλα δεν με νικησαν

2 Οι τρεις μοιρες. Κατα την ελληνικη μυθολογια ερχονται την τριτη
νυχτα μετα την γεννηση και λενε στον ανθρωπο το μελλον του

3 Πονος, λυπη

4 Κούλες: Πυργος (βενετσιανικος πυργος στο λιμανι του Ηρακλειου;)

5 Βρυσες

6 Αρετη με τις τεσσερις ορθες γωνιες: υπονοει το απλο αρχιτεκτονικο
στυλ των νησιων

7 κοσκινιζουν

8 ειδος ακριδας που μοιαζει με αλογο, στην Μακεδονια λεγεται και
αλογακι του Χριστου

9 ρευμα αερος

10 δυσοσμο και δηλητηριωδες αεριο, δημιουργειται απο το οξυγονο
με την επιδραση του ηλιακου φωτος

11 Αναγραμμα-κρυπτογραφια των λεξεων: ΕΡΩΣ, ΘΑΛΑΣΣΑ,
ΜΑΡΙΝΑ, ΗΛΙΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ, ΕΛΥΤΗΣ

12 βραγχια (αναπνευστικα οργανα των ψαριων)

13 με κερατα (κερας φερω)

14 Αγια Μαρινα: αγια της Λεσβου. Αγαπημενο ονομα του Ελυτη.
(ετυμολογικα: μάρε (λατ.) = θαλασσα). Ο ποιητης
εγραψε και το ποιημα: Η Μαρινα των βραχων.

15 Εννοει την Λεσβο, πατριδα του ποιητη

16 Ο Αγιος Θεοδωρος της Λεσβου (ενας απο τους πιο νεους
αγιους της Ορθοδοξιας) που θεωρειται κατα την λαϊκη
παραδοση και σαν προγονος του Ελυτη

17 Χωρια της Λεσβου (στον κολπο της Γερας)

18 πελδινός: σκουροχρωμος

19 σωρος

20 ρηματα: λογια

21 μυρωδια ψητου

22 ο εθνικος μας Υμνος του Δ. Σολωμου (1798-1857)

23 λαμδα και εψιλον: Λ Ε υτερια

24 σαγή: εξαρτηματα υποζυγιου του αλογου (αλλα και οπλισμος).
Εδω ισως: βαρυ φορτιο

25 ζακόνι: συνηθεια, χούι

26 Σταφυλι

27 γαγγαμο= διχτυ

28 λειμων = λιβαδι

29 Κουστωδια: στρατιωτικη φρουρα

30 ροδα για κυλισμα (παιδικο παιγνιδι)

31 μαγεια

32 δυναμη

33 ερωδιος = ελόβιο πουλί , ο ψαροφαγος

34 ροπτρον (απο το ρημα: ρεπω) = μεταλλινο κατσκευασμα στις
εξωπορτες για να χτυπουν οι επισκεπτες

35 ερωτας που ηρθε απ τον ουρανο τυλιγμενος με την πορφυρη
χλαμυδα (κομματι απο τα ποιηματα της Σαπφως)

36 Προκειται για την Ανακτορία και οχι για την "Αριγνώτα"
(Ελυτης: Σαπφω, Εκδ. Ικαρος, 1996, σελ. 89-91): κωυ]δέ
νύν Ανακτορι[ας τίς ε]μναι[σθ' ού] παρεοισας...απύ Σαρδίων
πόλλακι τυίδε νών εχοισα· ώς πε δεζώομεν βεβάως εχεν
σε θέασ' ικέλαν αριγνώται σάι δέ μάλιστ' έχαιρε μολπαι...(Σαμπως
και τωρα την Ανακτορια πού 'φυγε μακριά μας λέω
τή θυμάται πια κανείς; πολλές φορές από τις μακρινές Σαρδεις εδώ
σε μας γυρίζει ο λογισμός της· εδώ που σαν θεά
φανερωνόταν μαγεμενη απ' το γλυκό τραγουδι σου).

37 ερειπιωνας = τοπος με πολλα ερειπια

38 Υπερβορειοι : μυθικος λαος που κατοικουσε στην βορειο Ελλαδα.
Κοντα τους διεμενε κατα τους χειμερινους μηνες
ο Απολλων. Ο Πινδαρος τους θεωρει μακαριους και ευδαιμονες
ανθρωπους που ζουσαν χωρις εγνοιες και προβληματα.

39 πεσσος = τετραγωνη κολονα στην οποια στηριζεται ο θόλος.
Ακομη: πούλι απο παιγνιδι

40 Πυγμαλιων: Κυπριος βασιλιας, ο οποιος συμφωνα με τις
<Μεταμορφωσεις> του Οβιδιου μη βρισκοντας γυναικα
που να του ταιριαζει, εκανε ενα αγαλμα γυναικας και το
ερωτευτηκε. Η Αφροδιτη τον λυπηθηκε και εμφυσησε ζωη στο
αγαλμα (Γαλατεα). Ο Πυγμαλιων απεκτησε κατα την παραδοση
απο την Γαλατεα την κορη Παφο.

41 φιτιλι

42 υπερκερω = υπερφαλαγγιζω

43 Πλωτινος: φιλοσοφος απο την Αιγυπτο (205-270 μ.Χ.),
θεμελειωτης της νεοπλατωνικης φιλοσοφιας

44 πλαστικη υλη, στην οποια γινεται αποτυπωση μορφης ή σχηματος

45 υπεροψια, αλαζονια

46 ομιχλη

47λαμψη, φεγγοβολημα

17/12/2002